συλέω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συλάω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συλάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῡλέω''': [[συλάω]], Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., [[κλέπτω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ [[ἀπελευθέρωσις]] δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.
|elnltext=συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡλέω:''' =[[συλάω]], Μέσ., [[κλέβω]] για λογαριασμό μου, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί <i>-ούμενος</i>), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''σῡλέω:''' =[[συλάω]], Μέσ., [[κλέβω]] για λογαριασμό μου, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί <i>-ούμενος</i>), σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.
|lstext='''σῡλέω''': [[συλάω]], Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., [[κλέπτω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ [[ἀπελευθέρωσις]] δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />sula/w:—Mid. to [[steal]] for [[oneself]], [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.
|mdlsjtxt=<br />sula/w:—Mid. to [[steal]] for [[oneself]], [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.
}}
}}

Revision as of 18:01, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλέω Medium diacritics: συλέω Low diacritics: συλέω Capitals: ΣΥΛΕΩ
Transliteration A: syléō Transliteration B: syleō Transliteration C: syleo Beta Code: sule/w

English (LSJ)

= συλάω, Q.S.1.717; ῥήματα σ. ἀλλήλους dub. in Xanth.1:—Med., steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. rescue, συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a formula in the manumission of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc.

German (Pape)

[Seite 974] = συλάω; D. Hal. 1, 28; Inscr.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. συλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.

Greek Monotonic

σῡλέω: =συλάω, Μέσ., κλέβω για λογαριασμό μου, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί -ούμενος), σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλέω: συλάω, Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., κλέπτω δι’ ἐμαυτόν, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, τύπος τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ ἀπελευθέρωσις δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.

Middle Liddell


sula/w:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.