συγκλειστός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, ός;<br />enfermé, enveloppé.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
|btext=ός, ός;<br />enfermé, enveloppé.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] opgesloten.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλειστός:''' [adj. verb. к [[συγκλείω]]<br /><b class="num">1)</b> [[закрытый]], [[окутанный]] (ζόφῳ Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[смыкающийся]], [[запирающийся]] (ὄστρακα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλειστός:''' [adj. verb. к [[συγκλείω]]<br /><b class="num">1)</b> [[закрытый]], [[окутанный]] (ζόφῳ Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[смыкающийся]], [[запирающийся]] (ὄστρακα Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] opgesloten.
}}
}}

Revision as of 11:27, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλειστός Medium diacritics: συγκλειστός Low diacritics: συγκλειστός Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: synkleistós Transliteration B: synkleistos Transliteration C: sygkleistos Beta Code: sugkleisto/s

English (LSJ)

ή, όν, A shut up, ζόφῳ Luc.Trag.64. 2 with the power of closing, ὄστρακα Arist.HA 528b15. 3 ἔργον συγκλειστόν,= σύγκλεισμα, LXX 3 Ki.7.28.

German (Pape)

[Seite 968] verschlossen, verbunden, LXX.

French (Bailly abrégé)

ός, ός;
enfermé, enveloppé.
Étymologie: συγκλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] opgesloten.

Russian (Dvoretsky)

συγκλειστός: [adj. verb. к συγκλείω
1) закрытый, окутанный (ζόφῳ Luc.);
2) смыкающийся, запирающийся (ὄστρακα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκλειστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κατάκλειστος, συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου δίχα Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) ἔργον συγκλειστὸν = σύγκλεισμα.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκλείω
1. ο κλεισμένος μαζί
2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει
3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» — σύγκλεισμα.