στρογγυλότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ητος (ἡ) :<br />[[forme arrondie]], [[rondeur]].<br />'''Étymologie:''' [[στρογγυλός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />[[forme arrondie]], [[rondeur]].<br />'''Étymologie:''' [[στρογγυλός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρογγῠλότης''': -ητος, ἡ, τὸ στρογγύλον, τὸ περιφερές, Πλάτ. Μένων 73Ε, 74Β, Ἀριστ., κλπ.
|elnltext=στρογγυλότης -ητος, ἡ [στρογγύλος] [[rondheid]].
}}
{{elru
|elrutext='''στρογγῠλότης:''' ητος ἡ [[округлость]], [[закругленность]] Plat., Arst.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρογγῠλότης:''' -ητος, ἡ, [[στρογγυλότητα]], [[κυκλικότητα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''στρογγῠλότης:''' -ητος, ἡ, [[στρογγυλότητα]], [[κυκλικότητα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρογγῠλότης:''' ητος ἡ [[округлость]], [[закругленность]] Plat., Arst.
|lstext='''στρογγῠλότης''': -ητος, ἡ, τὸ στρογγύλον, τὸ περιφερές, Πλάτ. Μένων 73Ε, 74Β, Ἀριστ., κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=στρογγυλότης -ητος, ἡ [στρογγύλος] [[rondheid]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρογγῠλότης, ητος, ἡ, [from στρογγῠ́λος], [[roundness]], Plat.
|mdlsjtxt=στρογγῠλότης, ητος, ἡ, [from στρογγῠ́λος], [[roundness]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλότης Medium diacritics: στρογγυλότης Low diacritics: στρογγυλότης Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΤΗΣ
Transliteration A: strongylótēs Transliteration B: strongylotēs Transliteration C: stroggylotis Beta Code: stroggulo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, roundness, Pl.Men.73e, 74b, Arist. Metaph.1035a14, Thphr.HP4.12.2.

German (Pape)

[Seite 955] ητος, ἡ, Rundung, runde Gestalt, Plat. Men 73 e 74 b.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
forme arrondie, rondeur.
Étymologie: στρογγυλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρογγυλότης -ητος, ἡ [στρογγύλος] rondheid.

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλότης: ητος ἡ округлость, закругленность Plat., Arst.

Greek Monotonic

στρογγῠλότης: -ητος, ἡ, στρογγυλότητα, κυκλικότητα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλότης: -ητος, ἡ, τὸ στρογγύλον, τὸ περιφερές, Πλάτ. Μένων 73Ε, 74Β, Ἀριστ., κλπ.

Middle Liddell

στρογγῠλότης, ητος, ἡ, [from στρογγῠ́λος], roundness, Plat.