συμπροξενέω: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />aider qqn, [[ὡς]] pour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προξενέω]].
|btext=-ῶ :<br />aider qqn, [[ὡς]] pour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προξενέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπροξενέω''': βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, [[ἔνθα]] ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
|elnltext=συμ-προξενέω [σύν, προξενέω] helpen beschermheer (proxenos) te zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπροξενέω:''' [[оказывать помощь]], [[помогать]] Eur.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπροξενέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, [[προμηθεύω]] από κοινού, σε Ευρ.
|lsmtext='''συμπροξενέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, [[προμηθεύω]] από κοινού, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπροξενέω:''' [[оказывать помощь]], [[помогать]] Eur.
|lstext='''συμπροξενέω''': βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, [[ἔνθα]] ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-προξενέω [σύν, προξενέω] helpen beschermheer (proxenos) te zijn.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] in furnishing with [[means]], Eur.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] in furnishing with [[means]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:18, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροξενέω Medium diacritics: συμπροξενέω Low diacritics: συμπροξενέω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΞΕΝΕΩ
Transliteration A: symproxenéō Transliteration B: symproxeneō Transliteration C: symprokseneo Beta Code: sumprocene/w

English (LSJ)

help in furnishing with means, E.Hel.146 codd. LP, but σὺ πρ. is prob.

German (Pape)

[Seite 990] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider qqn, ὡς pour.
Étymologie: σύν, προξενέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προξενέω [σύν, προξενέω] helpen beschermheer (proxenos) te zijn.

Russian (Dvoretsky)

συμπροξενέω: оказывать помощь, помогать Eur.

Greek Monotonic

συμπροξενέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, προμηθεύω από κοινού, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροξενέω: βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, ἔνθα ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help in furnishing with means, Eur.