σφαιρίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=jouer à la balle.<br />'''Étymologie:''' [[σφαῖρα]].
|btext=jouer à la balle.<br />'''Étymologie:''' [[σφαῖρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=σφαιρίζω [σφαῖρα] [[balspelen]].
}}
{{elru
|elrutext='''σφαιρίζω:''' [[играть в мяч]] Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφαιρίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[παίζω]] με τη [[σφαίρα]], [[παίζω]] [[τόπι]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σφαιρίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[παίζω]] με τη [[σφαίρα]], [[παίζω]] [[τόπι]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=σφαιρίζω [σφαῖρα] [[balspelen]].
}}
{{elru
|elrutext='''σφαιρίζω:''' [[играть в мяч]] Plat., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[play]] at [[ball]], Plat.
|mdlsjtxt=to [[play]] at [[ball]], Plat.
}}
}}

Revision as of 00:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρίζω Medium diacritics: σφαιρίζω Low diacritics: σφαιρίζω Capitals: ΣΦΑΙΡΙΖΩ
Transliteration A: sphairízō Transliteration B: sphairizō Transliteration C: sfairizo Beta Code: sfairi/zw

English (LSJ)

Lacon. φαιρίδδω Hsch.:— A play at ball, Pl.Tht.146a, Damox.3.1, Cleanth.Stoic.1.135, Plu.Alex. 39, etc. II Pass., gloss on τυμπανίζομαι, Hsch. s.v. ἐτυμπανίσθησαν.

French (Bailly abrégé)

jouer à la balle.
Étymologie: σφαῖρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιρίζω [σφαῖρα] balspelen.

Russian (Dvoretsky)

σφαιρίζω: играть в мяч Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. φαιρίδδω, Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· νεανίας τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς σφαῖρα, ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς ἔδαφος ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α σφαῖρα
παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.)
αρχ.
παθ. σφαιρίζομαι
α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν».

Greek Monotonic

σφαιρίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, παίζω με τη σφαίρα, παίζω τόπι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to play at ball, Plat.