τετράζυγος: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> attelé de quatre chevaux;<br /><b>2</b> quadruple.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ζυγόν]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> attelé de quatre chevaux;<br /><b>2</b> quadruple.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ζυγόν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετράζῠγος:''' [[запряженный четверней]] ([[ὄχος]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετράζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] ζυγούς, σε Ευρ. | |lsmtext='''τετράζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] ζυγούς, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A fouryoked, ὄχοι E.Hel.1039. 2 generally, fourfold, ὀμφή Nonn.D.12.107.
German (Pape)
[Seite 1097] vierjochig; ὄχοι, vierspännig, Eur. Hel. 1045; übh. vierfach, ὀμφή, Nonn. D. 12, 108; – τὸ τετράζυγον, sc. ἅρμα, ein vierspänniger Wagen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 attelé de quatre chevaux;
2 quadruple.
Étymologie: τέσσαρες, ζυγόν.
Russian (Dvoretsky)
τετράζῠγος: запряженный четверней (ὄχος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ζυγούς, ὄχος Εὐριπ. Ἑλ. 1039· - καθόλου, τετραπλοῦς, ὀμφὴ Νόνν. Δ. 12. 108· κόσμος αὐτόθι 169.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις ζυγούς ή τέσσερα υποζύγια («τετραζύγων ὄχων», Ευρ.)
2. τετραπλός («ὀμφὴ τετράζυγος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ζυγος (< -ζυγός), πρβλ. τρί-ζυγος].
Greek Monotonic
τετράζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει τέσσερις ζυγούς, σε Ευρ.
Middle Liddell
τετρά-ζῠγος, ον, ζυγόν
four-yoked, Eur.