τετραβάμων: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> à quatre pieds;<br /><b>2</b> qui concerne un quadrupède;<br /><b>3</b> attelé de quadrupèdes (char, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[βαίνω]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> à quatre pieds;<br /><b>2</b> qui concerne un quadrupède;<br /><b>3</b> attelé de quadrupèdes (char, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[βαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετρᾰβάμων:''' 2, gen. ονος (βᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[четвероногий]] (ἵπποι Eur.): τ. [[ἀπήνη]] Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;<br /><b class="num">2)</b> [[запряженный четверкой лошадей]] (ἅρματα Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρᾰβάμων:''' [ᾱ], -ον, γεν. <i>τετραβάμονος</i> ([[βαίνω]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] πόδια, [[τετράποδος]], σε Ευρ.· <i>τετραβάμοναι χαλαί</i>, <i>τετραβάμονα ψάλια</i>, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· <i>τετραβάμοσι γυίοις</i>, με το [[σχήμα]] τετράποδου, στον ίδ. | |lsmtext='''τετρᾰβάμων:''' [ᾱ], -ον, γεν. <i>τετραβάμονος</i> ([[βαίνω]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] πόδια, [[τετράποδος]], σε Ευρ.· <i>τετραβάμοναι χαλαί</i>, <i>τετραβάμονα ψάλια</i>, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· <i>τετραβάμοσι γυίοις</i>, με το [[σχήμα]] τετράποδου, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τετρᾰ-¯βάμων, ον, [[βαίνω]]<br />[[four]]-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, [[trappings]] of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the [[shape]] of a [[quadruped]], Eur. | |mdlsjtxt=τετρᾰ-¯βάμων, ον, [[βαίνω]]<br />[[four]]-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, [[trappings]] of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the [[shape]] of a [[quadruped]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 3 October 2022
English (LSJ)
[βᾱ], ον, gen. ονος, (βῆμα)
A four-footed, ἵπποι E.El.476; τετραβάμων ἀπήνα = τέθριππον, Id.Tr.517; τετραβάμοναι χαλαί = the hoofs of horses, Id.Ph.808, cf. 792 (dub.); τετραβάμοσι γυίοις = in the shape of a quadruped, Id.Hel.376. (Dor.; the Att.-Ion. τετραβήμων is not found: used by E. only in lyr.)
German (Pape)
[Seite 1096] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch ἀπήνη, Troad. 516.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 à quatre pieds;
2 qui concerne un quadrupède;
3 attelé de quadrupèdes (char, etc.).
Étymologie: τέσσαρες, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰβάμων: 2, gen. ονος (βᾱ)
1) четвероногий (ἵπποι Eur.): τ. ἀπήνη Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;
2) запряженный четверкой лошадей (ἅρματα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), τετράπους, ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. ἀπήνη = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον αὐτόθι 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.
Greek Monolingual
-ον, Α
τετράποδος («τετραβάμονες ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. τριτοβάμων].
Greek Monotonic
τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. τετραβάμονος (βαίνω), αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος, σε Ευρ.· τετραβάμοναι χαλαί, τετραβάμονα ψάλια, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· τετραβάμοσι γυίοις, με το σχήμα τετράποδου, στον ίδ.
Middle Liddell
τετρᾰ-¯βάμων, ον, βαίνω
four-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, trappings of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the shape of a quadruped, Eur.