Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετραβάμων

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβάμων Medium diacritics: τετραβάμων Low diacritics: τετραβάμων Capitals: ΤΕΤΡΑΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tetrabámōn Transliteration B: tetrabamōn Transliteration C: tetravamon Beta Code: tetraba/mwn

English (LSJ)

[βᾱ], ον, gen. ονος, (βῆμα)
A four-footed, ἵπποι E.El.476; τετραβάμων ἀπήνα = τέθριππον, Id.Tr.517; τετραβάμοναι χαλαί = the hoofs of horses, Id.Ph.808, cf. 792 (dub.); τετραβάμοσι γυίοις = in the shape of a quadruped, Id.Hel.376. (Dor.; the Att.-Ion. τετραβήμων is not found: used by E. only in lyr.)

German (Pape)

[Seite 1096] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch ἀπήνη, Troad. 516.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 à quatre pieds;
2 qui concerne un quadrupède;
3 attelé de quadrupèdes (char, etc.).
Étymologie: τέσσαρες, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰβάμων: 2, gen. ονος (βᾱ)
1 четвероногий (ἵπποι Eur.): τ. ἀπήνη Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;
2 запряженный четверкой лошадей (ἅρματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), τετράπους, ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. ἀπήνη = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον αὐτόθι 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.

Greek Monolingual

-ον, Α
τετράποδος («τετραβάμονες ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. τριτοβάμων].

Greek Monotonic

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. τετραβάμονος (βαίνω), αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος, σε Ευρ.· τετραβάμοναι χαλαί, τετραβάμονα ψάλια, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· τετραβάμοσι γυίοις, με το σχήμα τετράποδου, στον ίδ.

Middle Liddell

τετρᾰ-¯βάμων, ον, βαίνω
four-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, trappings of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the shape of a quadruped, Eur.