ταριχοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand de salaisons.<br />'''Étymologie:''' [[τάριχος]], [[πωλέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand de salaisons.<br />'''Étymologie:''' [[τάριχος]], [[πωλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρῑχοπώλης:''' ου ὁ торговец соленой рыбой Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρῑχοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.
|lsmtext='''τᾰρῑχοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρῑχοπώλης:''' ου ὁ торговец соленой рыбой Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰρῑχο-[[πώλης]], ου, ὁ, [[πωλέω]]<br />a [[dealer]] in [[salt]] [[fish]], Plut., etc.
|mdlsjtxt=τᾰρῑχο-[[πώλης]], ου, ὁ, [[πωλέω]]<br />a [[dealer]] in [[salt]] [[fish]], Plut., etc.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχοπώλης Medium diacritics: ταριχοπώλης Low diacritics: ταριχοπώλης Capitals: ΤΑΡΙΧΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: tarichopṓlēs Transliteration B: tarichopōlēs Transliteration C: tarichopolis Beta Code: tarixopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, dealer in salt fish, Nicostr.Com.5.3, Alex.15.14, Plu.2.631d, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, der eingesalzene Fische verlaust; Nicostrat. bei Ath. III, 118 e; auch 120 e für τεμαχοπώλης zu lesen bei Antiphan.; Luc. Vit. auct. 11; Plut. Symp. 2, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de salaisons.
Étymologie: τάριχος, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχοπώλης: ου ὁ торговец соленой рыбой Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἢ ἐμπορευόμενος παστοὺς ἰχθῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 2, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 14, Πλούτ. 2. 631D, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α
έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + -πώλης].

Greek Monotonic

τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.

Middle Liddell

τᾰρῑχο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in salt fish, Plut., etc.