τριτόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />engendré au troisième degré, <i>càd</i> de la troisième génération.<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[σπείρω]].
|btext=ος, ον :<br />engendré au troisième degré, <i>càd</i> de la troisième génération.<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[σπείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῑτόσπορος''': -ον, ὁ σπαρεὶς διὰ τρίτην φοράν, τρ. [[γονή]], ἡ τρίτη [[γενεά]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 818.
|elnltext=τριτόσπορος -ον [τρίτος, σπονδή] voor de derde maal gezaaid, van de derde generatie.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐτόσπορος:''' [[порожденный в третий раз]]: τ. [[γονή]] Aesch. третье поколение.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῐτόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), σπαρμένος για [[τρίτη]] [[φορά]], [[τριτόσπορος]] [[γονή]], η [[τρίτη]] γενειά, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τρῐτόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), σπαρμένος για [[τρίτη]] [[φορά]], [[τριτόσπορος]] [[γονή]], η [[τρίτη]] γενειά, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐτόσπορος:''' [[порожденный в третий раз]]: τ. [[γονή]] Aesch. третье поколение.
|lstext='''τρῑτόσπορος''': -ον, ὁ σπαρεὶς διὰ τρίτην φοράν, τρ. [[γονή]], ἡ τρίτη [[γενεά]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 818.
}}
{{elnl
|elnltext=τριτόσπορος -ον [τρίτος, σπονδή] voor de derde maal gezaaid, van de derde generatie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐτό-σπορος, ον, [[σπείρω]]<br />[[sown]] for the [[third]] [[time]], τρ. [[γονή]] the [[third]] [[generation]], Aesch.
|mdlsjtxt=τρῐτό-σπορος, ον, [[σπείρω]]<br />[[sown]] for the [[third]] [[time]], τρ. [[γονή]] the [[third]] [[generation]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτόσπορος Medium diacritics: τριτόσπορος Low diacritics: τριτόσπορος Capitals: ΤΡΙΤΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: tritósporos Transliteration B: tritosporos Transliteration C: tritosporos Beta Code: trito/sporos

English (LSJ)

ον, sown for the third time, τ. γονή the third generation, Id.Pers.818.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
engendré au troisième degré, càd de la troisième génération.
Étymologie: τρίτος, σπείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριτόσπορος -ον [τρίτος, σπονδή] voor de derde maal gezaaid, van de derde generatie.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτόσπορος: порожденный в третий раз: τ. γονή Aesch. третье поколение.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «τριτόσπορος γυνή» — η τριτή γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. δεκατό-σπορος].

Greek Monotonic

τρῐτόσπορος: -ον (σπείρω), σπαρμένος για τρίτη φορά, τριτόσπορος γονή, η τρίτη γενειά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῑτόσπορος: -ον, ὁ σπαρεὶς διὰ τρίτην φοράν, τρ. γονή, ἡ τρίτη γενεά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 818.

Middle Liddell

τρῐτό-σπορος, ον, σπείρω
sown for the third time, τρ. γονή the third generation, Aesch.