τυννοῦτος: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=τυνναύτη, τυννοῦτο;<br />si petit, aussi petit que ça <i>avec un geste</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[τυννός]]. | |btext=τυνναύτη, τυννοῦτο;<br />si petit, aussi petit que ça <i>avec un geste</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[τυννός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τυννοῦτος -ον [τυννός, οὗτος] zó klein. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τυννοῦτος:''' [[столь малый]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τυννοῦτος:''' -ον και -ο, επιτετ. [[τύπος]] του [[τυννός]], Λατ. [[tantillus]], σε Αριστοφ.· με δεικτικό <i>ι</i>, τυννουτοσί, <i>-ονί</i>, στον ίδ.· γεν. και δοτ. <i>τυννουτουί</i>, <i>-ῳι</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''τυννοῦτος:''' -ον και -ο, επιτετ. [[τύπος]] του [[τυννός]], Λατ. [[tantillus]], σε Αριστοφ.· με δεικτικό <i>ι</i>, τυννουτοσί, <i>-ονί</i>, στον ίδ.· γεν. και δοτ. <i>τυννουτουί</i>, <i>-ῳι</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τυννοῦτος''': -ον, καὶ ο, κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ τυννὸς (ἴδε [[οὗτος]] Α), τόσον [[μικρός]], τόσον [[ὀλίγος]], Λατ. tantillus, Ἀριστ. Θεσμ. 745· συνήθως μετὰ δεικτικοῦ ι, τυννουτοσί, -ονί, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 367, Ἱππ. 1221· γενικ. καὶ δοτικ. τυννουτουί, ῳί, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 392, ἐν Βατρ. 139, ἐν Ἀχ. 367. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[lengthd. [[form]] of [[τυννός]], Lat.]<br />[[tantillus]], Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar. | |mdlsjtxt=[lengthd. [[form]] of [[τυννός]], Lat.]<br />[[tantillus]], Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, and ο, lengthd. form of τυννός, so small, so little, Ar. Th.745; commonly with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Id.Ach.367, Eq.1220; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Id.Nu.392 (anap.), Ra.139.
French (Bailly abrégé)
τυνναύτη, τυννοῦτο;
si petit, aussi petit que ça avec un geste.
Étymologie: DELG τυννός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυννοῦτος -ον [τυννός, οὗτος] zó klein.
Russian (Dvoretsky)
τυννοῦτος: столь малый Arph.
Greek Monolingual
-ον και -ο, Α
(επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ-οῦτος].
Greek Monotonic
τυννοῦτος: -ον και -ο, επιτετ. τύπος του τυννός, Λατ. tantillus, σε Αριστοφ.· με δεικτικό ι, τυννουτοσί, -ονί, στον ίδ.· γεν. και δοτ. τυννουτουί, -ῳι, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
τυννοῦτος: -ον, καὶ ο, κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ τυννὸς (ἴδε οὗτος Α), τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Ἀριστ. Θεσμ. 745· συνήθως μετὰ δεικτικοῦ ι, τυννουτοσί, -ονί, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 367, Ἱππ. 1221· γενικ. καὶ δοτικ. τυννουτουί, ῳί, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 392, ἐν Βατρ. 139, ἐν Ἀχ. 367.
Middle Liddell
[lengthd. form of τυννός, Lat.]
tantillus, Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar.