τριχόβρως: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange les poils ; [[οἱ]] τριχόβρωτες sorte de teignes, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]], [[βιβρώσκω]].
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange les poils ; [[οἱ]] τριχόβρωτες sorte de teignes, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, , ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).
|elnltext=τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten).
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐχόβρως:''' ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или шерстоед, т. е. моль Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῐχόβρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει [[τρίχες]], ο [[τριχοφάγος]]· απ' όπου, τριχόβρωτες = [[σῆτες]] ή <i>θρῖπες</i>, [[σκόρος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρῐχόβρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει [[τρίχες]], ο [[τριχοφάγος]]· απ' όπου, τριχόβρωτες = [[σῆτες]] ή <i>θρῖπες</i>, [[σκόρος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐχόβρως:''' ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или шерстоед, т. е. моль Arph.
|lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, , ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).
}}
{{elnl
|elnltext=τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[eating]] [[hair]]: [[hence]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] or θρῖπες, moths, Ar.
|mdlsjtxt=τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[eating]] [[hair]]: [[hence]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] or θρῖπες, moths, Ar.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχόβρως Medium diacritics: τριχόβρως Low diacritics: τριχόβρως Capitals: ΤΡΙΧΟΒΡΩΣ
Transliteration A: trichóbrōs Transliteration B: trichobrōs Transliteration C: trichovros Beta Code: trixo/brws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.Ach.1111 (τριχοβρῶτες Poll.2.24; both accents admitted by Sch.Ar. l.c. (1110)).

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
qui mange les poils ; οἱ τριχόβρωτες sorte de teignes, insecte.
Étymologie: θρίξ, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten).

Russian (Dvoretsky)

τρῐχόβρως: ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или ἡ шерстоед, т. е. моль Arph.

Greek Monolingual

-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α
αυτός που τρώει τις τρίχες
νεοελλ.
ιατρ. μεταδοτική πάθηση του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα
αρχ.
(κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες
οι σκόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].

Greek Monotonic

τρῐχόβρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει τρίχες, ο τριχοφάγος· απ' όπου, τριχόβρωτες = σῆτες ή θρῖπες, σκόρος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχόβρως: -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· ἐντεῦθεν τριχόβρωτες, = σῆτες ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).

Middle Liddell

τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,
eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.