φιλόσιτος: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime le blé.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[σῖτος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui aime le blé.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[σῖτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόσῑτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[любящий хлебные товары]] (οἱ ἔμποροι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[любящий поесть]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόσιτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά το σίτο ή ασχολείται με αυτόν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπά το [[φαγητό]], αγαπά να τρώει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''φῐλόσιτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά το σίτο ή ασχολείται με αυτόν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπά το [[φαγητό]], αγαπά να τρώει, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῐλό-σῑτος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[fond]] of [[corn]], [[occupied]] [[about]] it, Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[fond]] of [[food]], [[fond]] of [[eating]], Plat. | |mdlsjtxt=φῐλό-σῑτος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[fond]] of [[corn]], [[occupied]] [[about]] it, Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[fond]] of [[food]], [[fond]] of [[eating]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A fond of corn, occupied about it, ἔμποροι X.Oec.20.27. II fond of food, fond of eating, Pl.R.475c, Poll.6.34.
German (Pape)
[Seite 1285] 1) getreideliebend, Xen. Oec. 20, 27. – 2) übh. Essen liebend, gern essend, Plat. Rep. V, 475 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le blé.
Étymologie: φίλος, σῖτος.
Russian (Dvoretsky)
φιλόσῑτος:
1) любящий хлебные товары (οἱ ἔμποροι Xen.);
2) любящий поесть Plat.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόσῑτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν σῖτον, περὶ αὐτοῦ ἀσχολούμενος, Ξεν. Οἰκ. 20. 27. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν τὰ σῖτα, τὴν τροφήν, ἀγαπῶν νὰ τρώγῃ, Πλάτ. Πολ. 475C, Πολυδ. Ϛ΄, 34.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που του αρέσουν τα σιτηρά
2. αυτός που του αρέσει να τρώει («οὐδὲ φιλόσιτον, ἀλλὰ κακόσιτον εἶναι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + σῖτος (πρβλ. μετριό-σιτος)].
Greek Monotonic
φῐλόσιτος: -ον, I. αυτός που αγαπά το σίτο ή ασχολείται με αυτόν, σε Ξεν.
II. αυτός που αγαπά το φαγητό, αγαπά να τρώει, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῐλό-σῑτος, ον,
I. fond of corn, occupied about it, Xen.
II. fond of food, fond of eating, Plat.