χαλκόπυλος: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux portes d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πύλη]]. | |btext=ος, ον :<br />aux portes d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πύλη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκόπῠλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с медными вратами]] ([[ἱρόν]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[обитающий в храме с медными вратами]] ([[θεά]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκόπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει πύλες από χαλκό σε Ηρόδ.· [[χαλκόπυλος]] [[θεά]], επίθ. για την Αθηνά, σε Ευρ. | |lsmtext='''χαλκόπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει πύλες από χαλκό σε Ηρόδ.· [[χαλκόπυλος]] [[θεά]], επίθ. για την Αθηνά, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χαλκό-πῠλος, ον, [[πύλη]]<br />with gates of [[bronze]], Hdt.; χαλκ. θεά, [[epithet]] of [[Athena]], Eur. | |mdlsjtxt=χαλκό-πῠλος, ον, [[πύλη]]<br />with gates of [[bronze]], Hdt.; χαλκ. θεά, [[epithet]] of [[Athena]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with gates of brass or with gates of bronze, ἱρόν Hdt.1.181; χαλκόπυλος θεά, epithet of Athena, E.Tr.1113 (lyr.); ὕδωρ, of Castalia, because issuing from bronze spouts in the shape of lions' heads, Pi.Pae.6.7.
German (Pape)
[Seite 1331] mit ehernen oder kupfernen Thoren, Pforten, Her. 1, 181; θεά, Athene, die sonst χαλκί. οικος heißt, Eur. Troad. 1113, l. d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux portes d'airain.
Étymologie: χαλκός, πύλη.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόπῠλος:
1) с медными вратами (ἱρόν Her.);
2) обитающий в храме с медными вратами (θεά Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πύλας ἐκ χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου, ἱερὸν Ἡρόδ. 1. 181· χαλκ. θεά, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς ὡς τὸ χαλκίοικος, Εὐρ. Τρῳ. 1113.
English (Slater)
χαλκόπῠλος with gates of bronze ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας (ἐπεὶ διὰ χαλκῶν λεοντοχασματίων ῥεῖ Σ.) (Pae. 6.7)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.)
2. (ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί-πυλος, μακρό-πυλος].
Greek Monotonic
χαλκόπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει πύλες από χαλκό σε Ηρόδ.· χαλκόπυλος θεά, επίθ. για την Αθηνά, σε Ευρ.
Middle Liddell
χαλκό-πῠλος, ον, πύλη
with gates of bronze, Hdt.; χαλκ. θεά, epithet of Athena, Eur.