χρησμολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui prononce <i>ou</i> rend des oracles;<br /><b>2</b> qui interprète <i>ou</i> explique les oracles.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[λέγω]]³.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui prononce <i>ou</i> rend des oracles;<br /><b>2</b> qui interprète <i>ou</i> explique les oracles.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[λέγω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''χρησμολόγος:''' [[χρησμός]] + [[λέγω]] III] пророческий, вещий ([[ἀνήρ]] Her.; [[Μουσαῖος]] Soph.; μάρτυρες περὶ τῶν ἐσομένων Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[λέγω]] III] прорицатель Her. etc.<br /><b class="num">III</b> ὁ [[λέγω]] II] собиратель старых прорицаний ([[Ὀνομάκριτος]], ἀνὴρ χ. καὶ [[διαθέτης]] χρησμῶν τῶν Μουσαίου Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρησμολόγος:''' -ον ([[λέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προφέρει χρησμούς, [[μάντης]], [[χρησμολόγος]] [[ἀνήρ]], [[προφήτης]], [[μάντης]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερμηνευτής]] χρησμών, [[έμπορος]] χρησμών, στον ίδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''χρησμολόγος:''' -ον ([[λέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προφέρει χρησμούς, [[μάντης]], [[χρησμολόγος]] [[ἀνήρ]], [[προφήτης]], [[μάντης]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερμηνευτής]] χρησμών, [[έμπορος]] χρησμών, στον ίδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρησμολόγος:''' [[χρησμός]] + [[λέγω]] III] пророческий, вещий ([[ἀνήρ]] Her.; [[Μουσαῖος]] Soph.; μάρτυρες περὶ τῶν ἐσομένων Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[λέγω]] III] прорицатель Her. etc.<br /><b class="num">III</b> ὁ [[λέγω]] II] собиратель старых прорицаний ([[Ὀνομάκριτος]], ἀνὴρ χ. καὶ [[διαθέτης]] χρησμῶν τῶν Μουσαίου Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμολόγος Medium diacritics: χρησμολόγος Low diacritics: χρησμολόγος Capitals: ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: chrēsmológos Transliteration B: chrēsmologos Transliteration C: chrismologos Beta Code: xrhsmo/logos

English (LSJ)

(parox.), ον, A uttering oracles, χ. ἀνήρ soothsayer, diviner, Hdt.1.62, 8.96; of Musaeus, S.Fr.1116. II expounder of oracles, Hdt.7.142,143; and in 7.6, of Onomacritus, collector of oracles, oracle-monger, cf. Ar.Av.960, Pax1047, Th.2.8,21.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel sprechend, weissagend, prophezeihend; ἀνήρ Her. 1, 62; Soph. bei Schol. Ar. Ran. 1065; Ar. Pax 1012 u. öfter; Thuc. 2, 8. 21; Xen. Hell. 3, 3,3; auch = das Orakel deutend, auslegend, Her. 7, 142. 143; auch Orakelsammler, 7, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui prononce ou rend des oracles;
2 qui interprète ou explique les oracles.
Étymologie: χρησμός, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

χρησμολόγος: χρησμός + λέγω III] пророческий, вещий (ἀνήρ Her.; Μουσαῖος Soph.; μάρτυρες περὶ τῶν ἐσομένων Arst.).
IIλέγω III] прорицатель Her. etc.
IIIλέγω II] собиратель старых прорицаний (Ὀνομάκριτος, ἀνὴρ χ. καὶ διαθέτης χρησμῶν τῶν Μουσαίου Her.).

Greek (Liddell-Scott)

χρησμολόγος: -ον, ὁ ἀπαγγέλλων χρησμούς, ὁ χρησμοδοτῶν, μάντις, χ. ἀνήρ, μάντις, προφήτης, Ἡρόδοτ. 1. 62., 8. 96· ἐπὶ τοῦ Μουσαίου, Σοφ. Ἀποσπ. 960. ΙΙ. ὁ ἑρμηνεύων τοὺς χρησμούς, Ἡρόδ. 7. 142, 143· καὶ ἐν 7. 6, πιθανῶς ὁ συλλέγων χρησμούς, ποιῶν συλλογὴν αὐτῶν πρὸς χρηματισμόν, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 960. Εἰρ. 1047, Θουκ. 2. 8, 21.

Greek Monolingual

-ο / χρησμολόγος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης
2. αυτός που ερμηνεύει χρησμούς
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η χρησμολόγος
άτομο που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τους μελετήσει
2. πρόσωπο που αρέσκεται στην χρησιμοποίηση ακατανόητων λόγων
αρχ.
αυτός που ασχολείται με τη συλλογή χρησμών για να κερδίσει χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λόγος].

Greek Monotonic

χρησμολόγος: -ον (λέγω
I. αυτός που προφέρει χρησμούς, μάντης, χρησμολόγος ἀνήρ, προφήτης, μάντης, σε Ηρόδ.
II. ερμηνευτής χρησμών, έμπορος χρησμών, στον ίδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

χρησμο-λόγος, ον, λέγω
I. uttering oracles, divining, χ. ἀνήρ a soothsayer, diviner, Hdt.
II. an expounder of oracles, an oracle-monger, Hdt., Ar.

English (Woodhouse)

one who speaks by oracles

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)