χρυσοπήληξ: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ήληκος (ὁ, ἡ)<br />au casque d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[πήληξ]].
|btext=ήληκος (ὁ, ἡ)<br />au casque d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[πήληξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσοπήληξ:''' ηκος adj. в золотом шлеме ([[Ἄρης]] Aesch.; [[στάχυς]] Σπαρτῶν Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοπήληξ:''' -ηκος, -ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] [[χρυσή]] [[περικεφαλαία]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''χρῡσοπήληξ:''' -ηκος, -ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] [[χρυσή]] [[περικεφαλαία]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσοπήληξ:''' ηκος adj. в золотом шлеме ([[Ἄρης]] Aesch.; [[στάχυς]] Σπαρτῶν Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:58, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοπήληξ Medium diacritics: χρυσοπήληξ Low diacritics: χρυσοπήληξ Capitals: ΧΡΥΣΟΠΗΛΗΞ
Transliteration A: chrysopḗlēx Transliteration B: chrysopēlēx Transliteration C: chrysopiliks Beta Code: xrusoph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ, with helm of gold, of Ares, A.Th.106(lyr.); χ. στάχυς σπαρτῶν, of the Sparti at Thebes, E.Ph.939.

German (Pape)

[Seite 1381] ηκος, mit goldenem Helme; Aesch. Spt. 102; χρυσοπήληκα στάχυν Σπαρτῶν Eur. Phoen. 946.

French (Bailly abrégé)

ήληκος (ὁ, ἡ)
au casque d'or.
Étymologie: χρυσός, πήληξ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοπήληξ: ηκος adj. в золотом шлеме (Ἄρης Aesch.; στάχυς Σπαρτῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικεφαλαίαν χρυσῆν, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Αἰσχύλ. Θήβ. 106· γῆν, ἥ ποθ’ ὑμῖν χρυσοπήληκα στάχυν σπαρτῶν ἀνῆκεν ἀνδρῶν, ἐπὶ τῶν ἐν Θήβαις Σπαρτῶν, Εὐρ. Φοίν. 939.

Greek Monolingual

και χρυσεοπήληξ, -ηκος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί χρυσή περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + πήληξ «περικεφαλαία» (πρβλ. εὐ-πήληξ)].

Greek Monotonic

χρῡσοπήληξ: -ηκος, -ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσή περικεφαλαία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσο-πήληξ, ηκος,
with helm of gold, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

with golden helmet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)