χῶσις: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de construire une jetée, une digue;<br /><b>2</b> action de combler un port.<br />'''Étymologie:''' [[χώννυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de construire une jetée, une digue;<br /><b>2</b> action de combler un port.<br />'''Étymologie:''' [[χώννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''χῶσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сооружение вала]], [[постройка плотины]] ([[ἅμα]] τε χώσει καὶ μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[заваливание]], [[засыпание]] (τῶν λιμένων Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῶσις:''' -εως, ἡ ([[χόω]]), [[συσσώρευση]], [[ιδίως]], λέγεται για [[χώμα]], ύψωση ενός προχώματος ή αναχώματος, [[ιδίως]], [[εναντίον]] μιας πόλης, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[γέμισμα]], [[αποκλεισμός]] με [[χώμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''χῶσις:''' -εως, ἡ ([[χόω]]), [[συσσώρευση]], [[ιδίως]], λέγεται για [[χώμα]], ύψωση ενός προχώματος ή αναχώματος, [[ιδίως]], [[εναντίον]] μιας πόλης, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[γέμισμα]], [[αποκλεισμός]] με [[χώμα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χῶσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сооружение вала]], [[постройка плотины]] ([[ἅμα]] τε χώσει καὶ μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[заваливание]], [[засыпание]] (τῶν λιμένων Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῶσις Medium diacritics: χῶσις Low diacritics: χώσις Capitals: ΧΩΣΙΣ
Transliteration A: chō̂sis Transliteration B: chōsis Transliteration C: chosis Beta Code: xw=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, A heaping up, especially of earth, raising a mound or bank, esp. against a city, Th.2.76. 2 filling up, blocking by carth thrown in, χ. τῶν λιμένων Id.3.2; τάφρου D.H.5.41. 3 embanking, τοῦ θεάτρου IG9(2).522.26 (Larissa, iii/ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1388] ἡ, das Aufschütten, Zuschütten, bes. das Anhäufen von Schutt, Erde, die Aufführung eines Walles, Dammes, u. der Wall, Damm selbst; Thuc. 2, 76; λιμένων 3, 2; Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de construire une jetée, une digue;
2 action de combler un port.
Étymologie: χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

χῶσις: εως ἡ
1) сооружение вала, постройка плотины (ἅμα τε χώσει καὶ μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.);
2) заваливание, засыпание (τῶν λιμένων Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

χῶσις: -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, συσσώρευσις, μάλιστα χώματος, σχηματισμὸς προχώματος ἐναντίον πόλεως, Θουκ. 2. 76, πρβλ. χῶμα. 2) γέμισμα, ἀπόκλεισις διὰ χώματος, χ. τῶν λιμένων ὁ αὐτ. 3. 2.

Greek Monotonic

χῶσις: -εως, ἡ (χόω), συσσώρευση, ιδίως, λέγεται για χώμα, ύψωση ενός προχώματος ή αναχώματος, ιδίως, εναντίον μιας πόλης, σε Θουκ.
2. γέμισμα, αποκλεισμός με χώμα, στον ίδ.

Middle Liddell

χῶσις, εως, [χόω]
1. a heaping up, especially of earth, raising a mound or bank, esp. against a city, Thuc.
2. a filling in, blocking up by earth thrown in, Thuc.

English (Woodhouse)

filling up with earth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)