ψευδηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui dit des faussetés, menteur.<br />'''Étymologie:''' [[ψεῦδος]], [[ἀγορεύω]].
|btext=ος, ον :<br />qui dit des faussetés, menteur.<br />'''Étymologie:''' [[ψεῦδος]], [[ἀγορεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ψευδηγόρος:''' ὁ [[лжец]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψευδηγόρος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), αυτός που μιλάει [[ψευδώς]], [[ψευδολόγος]], [[ψεύτης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ψευδηγόρος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), αυτός που μιλάει [[ψευδώς]], [[ψευδολόγος]], [[ψεύτης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψευδηγόρος:''' ὁ [[лжец]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψευδ-ηγόρος, ον, [[ἀγορεύω]]<br />[[speaking]] [[falsely]], Anth.
|mdlsjtxt=ψευδ-ηγόρος, ον, [[ἀγορεύω]]<br />[[speaking]] [[falsely]], Anth.
}}
}}

Revision as of 17:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδηγόρος Medium diacritics: ψευδηγόρος Low diacritics: ψευδηγόρος Capitals: ΨΕΥΔΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: pseudēgóros Transliteration B: pseudēgoros Transliteration C: psevdigoros Beta Code: yeudh/goros

English (LSJ)

(parox.), ον, speaking falsely, lying, Lyc.1455.

German (Pape)

[Seite 1393] falsch, unwahr redend, lügend, lügenhaft, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des faussetés, menteur.
Étymologie: ψεῦδος, ἀγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ψευδηγόρος:лжец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδηγόρος: -ον, ὁ λέγων ψεύδη, ψευδολόγος, Λυκόφρ. 1455, Ἀνθ. Π. 1. 106.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που λέει ψέματα.
επίρρ...
ψευδηγόρως ΜΑ
με ψεύτικα λόγια, με ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ψευδηγόρος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει ψευδώς, ψευδολόγος, ψεύτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ψευδ-ηγόρος, ον, ἀγορεύω
speaking falsely, Anth.