ἀκμής: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ, τό)<br />non fatigué, frais.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κάμνω]].
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ, τό)<br />non fatigué, frais.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κάμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκμής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[неутомленный]], [[свежий]] ([[ἄνδρες]] Hom.; φύλακες Plut.; [[ἀθλητής]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[незыблемый]], [[неприступный]] (πύλαι Ὀλύμπου Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]) = [[ἀκάμας]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]) = [[ἀκάμας]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκμής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[неутомленный]], [[свежий]] ([[ἄνδρες]] Hom.; φύλακες Plut.; [[ἀθλητής]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[незыблемый]], [[неприступный]] (πύλαι Ὀλύμπου Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάμνω]], = [[ἀκάμας]]<br />[[untiring]], [[unwearied]], Il., Soph.
|mdlsjtxt=[[κάμνω]], = [[ἀκάμας]]<br />[[untiring]], [[unwearied]], Il., Soph.
}}
}}

Revision as of 17:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμής Medium diacritics: ἀκμής Low diacritics: ακμής Capitals: ΑΚΜΗΣ
Transliteration A: akmḗs Transliteration B: akmēs Transliteration C: akmis Beta Code: a)kmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: (κάμνω):—untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant.353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1.

Spanish (DGE)

-ῆτος
• Grafía: graf. fon. ἀγμής Eust.885.9
• Morfología: [neutr. en Paus.6.15.5]
1 incansable de pers. ἀκμῆτες κεκμηότας ὤσαισθε Il.11.802, cf. 16.44, 15.697, Plu.Cim.13, σῶμα Paus.6.15.5, θεός Ph.1.155, cf. D.H.2.55, Zonar.s.u. ἀκμήτης
esp. en el ejército de refresco στρατός Hdn.3.7.4, δύναμις D.H.9.14, como subst. οὐκ ὀλίγον ὤνησαν ἀκμῆτες las tropas de refresco ayudaron no poco Onas.22.1
tb. de anim. ταῦρος S.Ant.352
fig. ἀκμῆτες λόγοι vigorosos (junto a ἀνθηροί) Him.63.6
incesante Ph.1.360.
2 intocado, entero προτομὰ ἀ. Antip.Sid.3654P.
inmarcesible, eterno πύλαι ἀκμῆτες Ὀλύμπου AP 9.526 (Alph.).

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ, τό)
non fatigué, frais.
Étymologie: , κάμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμής: ῆτος adj.
1) неутомленный, свежий (ἄνδρες Hom.; φύλακες Plut.; ἀθλητής Luc.);
2) незыблемый, неприступный (πύλαι Ὀλύμπου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὡσαύτως ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: (κάμνω): = ἀκάμας, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος, Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 (ἔνθα κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.

English (Autenrieth)

ῆτος (κάμνω): unwearied, only pl. (Il.)

Greek Monolingual

ἀκμὴς (-ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, -ον (Α)
ακούραστος, ακαταπόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κμης, μηδενισμένη βαθμίδα της δισύλλαβης ρίζας καμᾶ- (πρβλ. κάμα-τος) του ρήματος κάμνω.

Greek Monotonic

ἀκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (κάμνω) = ἀκάμας, ακούραστος, ακαταπόνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

κάμνω, = ἀκάμας
untiring, unwearied, Il., Soph.