ἀερσίπους: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />qui lève le pied, rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />qui lève le pied, rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]], [[πούς]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀερσίπους]] -ουν, gen. -ποδος, contr. [[ἀρσίπους]] [[αἴρω]], [[πούς]] die de poten (hoog) optilt.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀερσίπους:''' стяж. [[ἀρσίπους]] 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀερσίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το [[πόδι]] [[ψηλά]], που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά <i>ἦ ἵπποι ἀερσίποδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀερσίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το [[πόδι]] [[ψηλά]], που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά <i>ἦ ἵπποι ἀερσίποδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀερσίπους:''' стяж. [[ἀρσίπους]] 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />lifting the feet, [[brisk]]-[[trotting]], ἵπποι Il.
|mdlsjtxt=<br />lifting the feet, [[brisk]]-[[trotting]], ἵπποι Il.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀερσίπους]] -ουν, gen. -ποδος, contr. [[ἀρσίπους]] [[αἴρω]], [[πούς]] die de poten (hoog) optilt.
}}
}}

Revision as of 10:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀερσίπους Medium diacritics: ἀερσίπους Low diacritics: αερσίπους Capitals: ΑΕΡΣΙΠΟΥΣ
Transliteration A: aersípous Transliteration B: aersipous Transliteration C: aersipous Beta Code: a)ersi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, high-stepping, ἵπποι ἀερσίποδες Il.18.532; contr.ἀρσί ποδες h.Ven.211, AP7.717.

Spanish (DGE)

-ποδος
• Alolema(s): ἀρσί- h.Ven.211, AP 7.717
• Prosodia: [-ῐ-]
que levanta el pie muy alto, veloz de caballos Il.18.532, 23.475, h.Ven.l.c., de una liebre AP l.c.

German (Pape)

[Seite 43] οδος, die Füße hebend, trabend, Hom. dreimal, ἵπποι ἀερσίποδες Iliad. 3, 327. 23, 475, ἐφ' ἵππων βάντες ἀερσιπόδων 18, 532; – h. Ven. 212.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
qui lève le pied, rapide.
Étymologie: ἀείρω, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀερσίπους -ουν, gen. -ποδος, contr. ἀρσίπους αἴρω, πούς die de poten (hoog) optilt.

Russian (Dvoretsky)

ἀερσίπους: стяж. ἀρσίπους 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἀερσίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν πόδα, ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211.

Greek Monotonic

ἀερσίπους: ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το πόδι ψηλά, που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά ἦ ἵπποι ἀερσίποδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


lifting the feet, brisk-trotting, ἵπποι Il.