ἀμετρία: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de mesure, excès.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμετρος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />manque de mesure, excès.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμετρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμετρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[несообразность]], [[несоразмерность]] (τοῦ τῶν γάμων χρόνου Plat.): ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀ. Plat. несоответствие между (отбиванием такта) ногой и лирой;<br /><b class="num">2)</b> [[неумеренность]], [[чрезмерность]] (τοῦ λόγου Plut.): ἀ. γαστρός Plut. обжорство; ἀ. περί τι Luc. неумеренность в чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[безмерность]], [[бесчисленность]] (κακῶν ἀμετρίαι Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμετρία:''' ἡ ([[ἄμετρος]]), [[υπερβολή]], [[ασυμμετρία]], [[δυσαναλογία]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀμετρία:''' ἡ ([[ἄμετρος]]), [[υπερβολή]], [[ασυμμετρία]], [[δυσαναλογία]], σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἄμετρος]]<br />[[excess]], [[disproportion]], Plat., etc. | |mdlsjtxt=[[ἄμετρος]]<br />[[excess]], [[disproportion]], Plat., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A excess, disproportion, opp. συμμετρία, Pl.Ti.87d, cf. R.486d, Heraclit.All.8, Alex.Aphr.Pr.1.112, etc. b want of moderation, Arist.VV1251b15. 2 infinity, countless number, κακῶν Pl.Ax.367a (in pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Ep.14
I 1desmesura, exceso, desproporción op. συμμετρία Pl.Sph.228c, Ti.87d, op. ἐμμετρία Pl.Phlb.52c, R.486d
•c. gen. ἀμετρίη αὐτέης (sc. χολῆς) Hp.Ep.17 (p.356), ἡδονῶν Ph.1.235, ἐπιθυμιῶν καὶ πάντων Ph.1.439, ἑαυτῆς (κακίας) Hero Def.136.49, παρρησίας Plu.2.66d, ἀ. γαστρὸς καὶ κλοπαὶ πατρῴων χρημάτων excesos en el comer y robos del dinero paterno Plu.2.12b, ἀ. τοῦ θερμότητος Alex.Aphr.Pr.1.112, ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν θρῆνον ἀ. Luc.Luct.19
•abs. Hp.Ep.14, Arist.VV 1251b15, Demetr.Eloc.4, Heraclit.All.8, Plu.2.6c, 1014e, Aret.CA 1.1.21, Alb.30.5
•tb. exceso doctrinal, extravagancia causante de herejías τὴν ἀμφοτέρων ἀμετρίαν φεύγουσα Chrys.M.48.667.
2 infinitud, inmensidad κακῶν ἀμετρίαι innumerables miserias Pl.Ax.367a, τῶν ἐν μέτρῳ ἡ ἀ. ref. a Dios, Dion.Ar.DN M.3.588A.
3 inconveniencia, inoportunidad γάμου χρόνου συμμετρία τε καὶ ἀ. Pl.Lg.925a.
II 1desacuerdo rítmico ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀ. Pl.Clit.407c.
2 faltas métricas, incorrección en el verso ἐνίων ἐπῶν Iust.Phil.Coh.Gr.M.6.309A.
German (Pape)
[Seite 123] ἡ, Überschreitung des Maaßes, Übermaaß, bei Plat., der συμμετρία, Tim. 87 d (wie Legg. X, 925 a τοῦ τῶν γάμων χρόνου, Unangemessenheit, vgl. Clit. 407 c ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀμ.), u. ἐμμετρία, Rep. VI, 486 d, entgegengesetzt; Unmäßigkeit, ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν θρῆνον ἀμ. Luc. Luct. 18; γαστρός Plut.; unermeßliche Menge, Plat. Ax. 367 a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de mesure, excès.
Étymologie: ἄμετρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετρία: ἡ
1) несообразность, несоразмерность (τοῦ τῶν γάμων χρόνου Plat.): ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀ. Plat. несоответствие между (отбиванием такта) ногой и лирой;
2) неумеренность, чрезмерность (τοῦ λόγου Plut.): ἀ. γαστρός Plut. обжорство; ἀ. περί τι Luc. неумеренность в чем-л.;
3) безмерность, бесчисленность (κακῶν ἀμετρίαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετρία: ἡ, (ἄμετρος) ὑπερβολή, ἀσυμμετρία, δυσαναλογία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ συμμετρία, ἐμμετρία, Πλάτ. Τίμ. 89D, Πολ. 486D, κτλ. 2) τὸ ἄπειρον, ἀνυπολόγιστος ἀριθμός, ὁ αὐτ. Ἀξ. 367Α, κατὰ πληθ.
Greek Monolingual
η (Α ἀμετρία) ἄμετρος
έλλειψη μέτρου, υπερβολή, δυσαναλογία, ασυμμετρία (αντίθ. του συμμετρία)
αρχ.
1. έλλειψη μέτρου ή μετριοπάθειας
2. άπειρο, αμέτρητο πλήθος.
Greek Monotonic
ἀμετρία: ἡ (ἄμετρος), υπερβολή, ασυμμετρία, δυσαναλογία, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἄμετρος
excess, disproportion, Plat., etc.