ἀμφιβώμιος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se fait autour de l'autel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βωμός]].
|btext=ος, ον :<br />qui se fait autour de l'autel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βωμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιβώμιος:''' [[у алтаря совершаемый]] (σφαγαί Eur.) или находящийся (τροφαί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιβώμιος:''' -ον ([[βωμός]]), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμφιβώμιος:''' -ον ([[βωμός]]), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιβώμιος:''' [[у алтаря совершаемый]] (σφαγαί Eur.) или находящийся (τροφαί Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βωμός]]<br />[[round]] the [[altar]], Eur.
|mdlsjtxt=[[βωμός]]<br />[[round]] the [[altar]], Eur.
}}
}}

Revision as of 17:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιβώμιος Medium diacritics: ἀμφιβώμιος Low diacritics: αμφιβώμιος Capitals: ΑΜΦΙΒΩΜΙΟΣ
Transliteration A: amphibṓmios Transliteration B: amphibōmios Transliteration C: amfivomios Beta Code: a)mfibw/mios

English (LSJ)

ον, at the altar, E.Tr.562.

Spanish (DGE)

-ον que tiene lugar en torno al altar σφαγαί E.Tr.562.

German (Pape)

[Seite 137] den Altar umgebend, σφαγαί Eur. Tr. 578; τροφαί Conj. Herm. Ion 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait autour de l'autel.
Étymologie: ἀμφί, βωμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιβώμιος: у алтаря совершаемый (σφαγαί Eur.) или находящийся (τροφαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιβώμιος: -ον, ὁ περὶ τὸν βωμόν, Εὐρ. Τρῳ. 578: ― ὡσαύτως ἀμφίβωμος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀμφιβώμιος, -ιον (Α)
αυτός που βρίσκεται ή συντελείται γύρω από τον βωμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βώμιος < βωμός.

Greek Monotonic

ἀμφιβώμιος: -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.

Middle Liddell

βωμός
round the altar, Eur.