ἀλοιητήρ: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui broie ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες dents molaires.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλοιάω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui broie ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες dents molaires.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλοιάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλοιητήρ:''' ῆρος adj. m размалывающий, перетиращий: ὀδόντες ἀλοιητῆρες Anth. коренные зубы. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλοιητήρ:''' -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, <i>ἀλ. ὀδόντες</i>, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀλοιητήρ:''' -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, <i>ἀλ. ὀδόντες</i>, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀλοιάω]]<br />a thresher, grinder, ἀλ. ὀδόντες the grinders, Anth. | |mdlsjtxt=[[ἀλοιάω]]<br />a thresher, grinder, ἀλ. ὀδόντες the grinders, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω) thresher, grinder, as adjective, σίδηρος Nonn. D. 17.237; ἀ. ὀδόντες grinders, AP11.379 (Agath.): metaph., λιμός Orac. ap. Jul.Mis.370a.
Spanish (DGE)
-ῆρος
• Prosodia: [ᾰ-]
trillador σίδηρος Nonn.D.17.237, ἀ. ὀδόντες molares, AP 11.379 (Agath.)
•fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.Mis.370a (cf. ἀλοητής).
German (Pape)
[Seite 109] ῆρος, ὁ, Drescher; dah. Zermalmer, ὀδόντες, Backzähne, Agath. 74 (XI, 379); σιδηρός Nonn. öfter.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui broie ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες dents molaires.
Étymologie: ἀλοιάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλοιητήρ: ῆρος adj. m размалывающий, перетиращий: ὀδόντες ἀλοιητῆρες Anth. коренные зубы.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλοιητήρ: ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω) ὁ ἁλωνίζων, κατατρίβων, σίδηρος, Νόνν. Δ. 17. 237: ἀλ. ὀδόντες, οἱ τραπεζῖται ἢ γόμφιοι, Λατ. inolares Ἀνθ. Π. 11. 379.
Greek Monolingual
ἀλοιητήρ (-ῆρος), ο (AM)
αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια κ.λπ.)
2. (στον πληθυντικό) οι αλοιητήρες
οι γομφίοι, οι τραπεζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιῶ, επικ. τ. του ρ. ἀλοῶ].
Greek Monotonic
ἀλοιητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, ἀλ. ὀδόντες, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀλοιάω
a thresher, grinder, ἀλ. ὀδόντες the grinders, Anth.