ἀναπόδραστος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inévitable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀποδιδράσκω]].
|btext=ος, ον :<br />inévitable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀποδιδράσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόδραστος:''' [[неизбежный]], [[неминуемый]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδραστος]], -ον) [[ἀποδιδράσκω]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποφύγει, ο [[αναπόφευκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδραστος]], -ον) [[ἀποδιδράσκω]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποφύγει, ο [[αναπόφευκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόδραστος:''' [[неизбежный]], [[неминуемый]] Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόδραστος Medium diacritics: ἀναπόδραστος Low diacritics: αναπόδραστος Capitals: ΑΝΑΠΟΔΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anapódrastos Transliteration B: anapodrastos Transliteration C: anapodrastos Beta Code: a)napo/drastos

English (LSJ)

ον, A unavoidable, not to be escaped, Arist.Mu.401b13, Plu.2.166e, Alex.Aphr.Fat.166.3; τὸ ἀ. Plot.4.3.13. 2 Act., unable to run away, AB392, Alb.Intr.6.

Spanish (DGE)

-ον
1 a lo que no se escapa, inevitable ἀναπόδραστον αἰτίαν como etim. de Adrastea, Arist.Mu.401b13, τὴν τῶν θεῶν ἀναπόδραστον ἐφόρασιν Porph.Marc.21, cf. Plu.2.166e, Corn.ND 13, Alex.Aphr.Fat.166.3
τὸ ἀ. lo inevitable Plot.4.3.13.
2 que no puede escapar τὰ δόγματα ... ἐν τῇ ψυχὴ ἀναπόδραστα Alb.Intr.6, cf. AB 392.

German (Pape)

[Seite 203] unentrinnbar, Arist. mund. 7, 5; bei Plut. Superst. 4 δοῦλος, ein Sklav, der nicht entfliehen kann.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inévitable.
Étymologie: , ἀποδιδράσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόδραστος: неизбежный, неминуемый Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόδραστος: -ον, ἄφυκτος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. 2. 166E. 2) ἀνίκανος νὰ ἀποδράσῃ, «ἀναποδράστους, τοὺς μὴ δυναμένους φυγεῖν» Α. Β. 392. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόδραστος, -ον) ἀποδιδράσκω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποφύγει, ο αναπόφευκτος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει.