ἀνθήλιος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>réc. c.</i> [[ἀντήλιος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>réc. c.</i> [[ἀντήλιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθήλιος:''' ион. [[ἀντήλιος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[находящийся против]] (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; [[ὄρος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[подобный солнцу]], [[сияющий как солнце]] ([[πρόσωπον]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και ανθήλιο, το (Α [[ἀνθήλιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ζωολ.</b> ονομ. γένους των Μαλακίων<br /><b>2.</b> η [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br />II. <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>(Μετεωρ.)</b> συγκεχυμένο [[είδωλο]] του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο [[σημείο]] του ουρανού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που με τη [[σκιά]] του προστατεύει απ' τον ήλιο<br /><b>3.</b> αυτός που μοιάζει σαν [[ήλιος]].
|mltxt=ο και ανθήλιο, το (Α [[ἀνθήλιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ζωολ.</b> ονομ. γένους των Μαλακίων<br /><b>2.</b> η [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br />II. <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>(Μετεωρ.)</b> συγκεχυμένο [[είδωλο]] του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο [[σημείο]] του ουρανού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που με τη [[σκιά]] του προστατεύει απ' τον ήλιο<br /><b>3.</b> αυτός που μοιάζει σαν [[ήλιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθήλιος:''' ион. [[ἀντήλιος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[находящийся против]] (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; [[ὄρος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[подобный солнцу]], [[сияющий как солнце]] ([[πρόσωπον]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθήλιος Medium diacritics: ἀνθήλιος Low diacritics: ανθήλιος Capitals: ΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: anthḗlios Transliteration B: anthēlios Transliteration C: anthilios Beta Code: a)nqh/lios

English (LSJ)

ον, = ἀντήλιος, q.v.

Spanish (DGE)

v. ἀντήλιος.

German (Pape)

[Seite 232] s. in der ion. Form ἀντήλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réc. c. ἀντήλιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθήλιος: ион. ἀντήλιος 2
1) находящийся против (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; ὄρος Plut.);
2) выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);
3) подобный солнцу, сияющий как солнце (πρόσωπον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθήλιος: -ον, μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ ἀντήλιος.

Greek Monolingual

ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, -ον)
νεοελλ.
Ι. το ουδ. ως ουσ.
1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων
2. η ομπρέλα για τον ήλιο
II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού
αρχ.
1. αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)
2. εκείνος που με τη σκιά του προστατεύει απ' τον ήλιο
3. αυτός που μοιάζει σαν ήλιος.