ἀνοικονόμητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui administre mal.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἰκονομέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui administre mal.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἰκονομέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνοικονόμητος:''' [[плохо ведущий хозяйство]] ([[ἄνθρωπος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνοικονόμητος]], -ον)<br />[[αβόλευτος]], [[ατακτοποίητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν χωρά [[πουθενά]] εξαιτίας του μεγέθους του<br /><b>2.</b> [[ενοχλητικός]], [[άπληστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά [[κάτι]], δεν διευθύνει σωστά. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνοικονόμητος]], -ον)<br />[[αβόλευτος]], [[ατακτοποίητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν χωρά [[πουθενά]] εξαιτίας του μεγέθους του<br /><b>2.</b> [[ενοχλητικός]], [[άπληστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά [[κάτι]], δεν διευθύνει σωστά. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A not set in order, unarranged, Macho ap.Ath.8.341b, Longin.33.5. II Act., managing badly, Plu.2.517e, v.l. in Gell.12.12.4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas desordenado εἴ τί σοι ἀνοικονόμητόν ἐστι Macho 73, τὸ ... τῆς δημηγορίας ἀ. Heraclid.Pont.174.35, cf. Longin.33, δημηγορίας ἀ. Ast.Am.Hom.5.7.1D.
2 de pers. que administra mal ἄνθρωπος Plu.2.517e.
II adv. -ως antieconómicamente ἀναλίσκων ... ἀ. Chrys.M.60.337.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui administre mal.
Étymologie: ἀ, οἰκονομέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοικονόμητος: плохо ведущий хозяйство (ἄνθρωπος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικονόμητος: -ον, ὁ μὴ τακτοποιηθείς, ὁ μὴ ἐν τάξει, ἄτακτος, Μάχων παρ’ Ἀθην. 341Β, Λογγῖν. 33. 5: - οὐσιαστ. -νομησία, ἡ κακὴ διοίκησις, ἀταξία, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνοικονόμητος, -ον)
αβόλευτος, ατακτοποίητος
νεοελλ.
ειρων.
1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του
2. ενοχλητικός, άπληστος
αρχ.
αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά.