ἀνταποδείκνυμι: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[mostrar a su vez]] ἀνταπέδειξεν ὅ τι κινοίη τοῦ σώματος ἅπαν τῆς φύσεως γελοιότερον X.<i>Smp</i>.2.22, τὸν υἱὸν | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[mostrar a su vez]] ἀνταπέδειξεν ὅ τι κινοίη τοῦ σώματος ἅπαν τῆς φύσεως γελοιότερον X.<i>Smp</i>.2.22, τὸν υἱὸν αὐτοῦ D.C.49.43.7.<br /><b class="num">2</b> [[probar]], [[demostrar]] τὸ ἀντικείμενον la proposición contraria</i> Arist.<i>Rh</i>.1403<sup>a</sup>27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνταποδείκνυμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -δείξω: ἀποδεικνύω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, Ξεν. Συμπ. 2. 22, Ἀριστ. Ρήτ. 2. 26, 3. 2) [[διορίζω]] [[ἀντί]] τινος, τὸν υἱὸν | |lstext='''ἀνταποδείκνυμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -δείξω: ἀποδεικνύω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, Ξεν. Συμπ. 2. 22, Ἀριστ. Ρήτ. 2. 26, 3. 2) [[διορίζω]] [[ἀντί]] τινος, τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀνταπέδειξεν, διώρισεν ἀντ’ ἐκείνου, Δίων Κ. 49. 43. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:36, 11 December 2022
English (LSJ)
or ἀνταποδεικνύω, A prove in return or answer, X.Smp.2.22; τὸ ἀντικείμενον Arist.Rh.1403a27. 2 appoint instead, D.C.49.43.
Spanish (DGE)
1 mostrar a su vez ἀνταπέδειξεν ὅ τι κινοίη τοῦ σώματος ἅπαν τῆς φύσεως γελοιότερον X.Smp.2.22, τὸν υἱὸν αὐτοῦ D.C.49.43.7.
2 probar, demostrar τὸ ἀντικείμενον la proposición contraria Arist.Rh.1403a27.
German (Pape)
[Seite 244] (s. δείκνυμι), dagegen zeigen, beweisen, Xen. Symp. 2, 22; Arist. rhet. 2, 26.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνταπέδειξα;
démontrer à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀποδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποδείκνυμι: ἢ -ύω: μέλλ. -δείξω: ἀποδεικνύω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, Ξεν. Συμπ. 2. 22, Ἀριστ. Ρήτ. 2. 26, 3. 2) διορίζω ἀντί τινος, τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀνταπέδειξεν, διώρισεν ἀντ’ ἐκείνου, Δίων Κ. 49. 43.
Greek Monotonic
ἀνταποδείκνῡμι: ή -ύω, μέλ. -δείξω, αποδεικνύω με τη σειρά μου ή απαντώ, σε Ξεν.