ἀπόκρημνος: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρημνός]]. | |btext=ος, ον :<br />escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρημνός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόκρημνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обрывистый]], [[крутой]] ([[ὄρος]] Her.; [[χωρίον]] Thuc.: [[τόπος]] Xen.; πέτραι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[трудный]] (πάντα ἀπόκρημνα Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόκρημνος:''' -ον, [[κρημνώδης]], αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο [[γεμάτος]] δυσκολίες, λέγεται για δικαστική [[υπόθεση]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀπόκρημνος:''' -ον, [[κρημνώδης]], αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο [[γεμάτος]] δυσκολίες, λέγεται για δικαστική [[υπόθεση]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:19, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, sheer, precipitous, ὄρος ἄβατον καὶ ἀ. Hdt.7.176, cf.3.111; χῶρος ἀ. Id.8.53, cf. Th.4.31, etc.: Sup., Diog.Ep.37.4: metaph. of an advocate's case, full of difficulties, πάντα ἀ. ὁρῶ D.25.76.
Spanish (DGE)
-ον
1 escarpado, a pico ὄρος ἄβατόν τε καὶ ἀ. Hdt.7.176, ἀποκρήμνοισι ὄρεσι Hdt.3.111, cf. SB 8545b.7 (Nubia I d.C.), χῶρος Hdt.8.53, cf. Them.Or.18.217a, de la costa de una isla, Th.4.31, τόπος X.Cyn.8.4, Arist.HA 578a27, Diog.Ep.37.4, Ps.Dicaearch.2.6, πέτραι Arist.HA 619a26
•puntiagudo de la parte alta de una torre, LXX 2Ma.13.5.
2 fig. erizado de dificultades πάντ' ἀπόκρημνα (ὁρῶ) D.25.76.
German (Pape)
[Seite 308] abschüssig, steil, ὄρος Her. 1, 111; χώρα 8, 53; Thuc. 4, 31; Dem. 25, 76 τὰ ἀπόκρημνα; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
escarpé.
Étymologie: ἀπό, κρημνός.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκρημνος:
1) обрывистый, крутой (ὄρος Her.; χωρίον Thuc.: τόπος Xen.; πέτραι Arst.);
2) трудный (πάντα ἀπόκρημνα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρημνος: κρημνώδης, οὖρος ἄβατόν τε καὶ ἀπόκρημνον Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 111· χῶρος ἀπόκρημνος ὁ αὐτ. 8. 53, πρβλ. Θουκ. 4. 31., 6. 96, κτλ.: - μεταφ. ἐπὶ ὑποθέσεώς τινος τοῦ συνηγόρου, πλήρης δυσκολιῶν, πάντα ἀπόκρημνα ὁρῶ Δημ. 793. 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπόκρημνος, -ον)
αυτός που έχει γκρεμούς, κρημνώδης, απότομος
αρχ.
ο γεμάτος από δυσκολίες.
Greek Monotonic
ἀπόκρημνος: -ον, κρημνώδης, αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο γεμάτος δυσκολίες, λέγεται για δικαστική υπόθεση, σε Δημ.
Middle Liddell
broken sheer off, precipitous, Hdt., Thuc., etc.:—metaph. full of difficulties, Dem.