ἐλατήριος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui chasse <i>ou</i> repousse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλατήρ]].
|btext=ος, ον :<br />qui chasse <i>ou</i> repousse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλατήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλᾰτήριος:''' [[изгоняющий]] (καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλᾰτήριος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με [[ορμή]] και [[μανία]], με γεν., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐλᾰτήριος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με [[ορμή]] και [[μανία]], με γεν., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλᾰτήριος:''' [[изгоняющий]] (καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐλᾰτήριος, ον [[ἐλαύνω]]<br />[[driving]] [[away]], c. gen., Aesch.
|mdlsjtxt=ἐλᾰτήριος, ον [[ἐλαύνω]]<br />[[driving]] [[away]], c. gen., Aesch.
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτήριος Medium diacritics: ἐλατήριος Low diacritics: ελατήριος Capitals: ΕΛΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: elatḗrios Transliteration B: elatērios Transliteration C: elatirios Beta Code: e)lath/rios

English (LSJ)

ον,
A driving, driving away, c. gen., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις A.Ch.968 (lyr.).
II ἐλατήρια φάρμακα = purgatives, Hp.Acut.2, cf. Epid.5.7, Erot.
b ἐλατήριον ἀπόβαμμα = lustral water, IG4.1607 (Cleonae).
2 Subst. ἐλατήριον, τό, squirting cucumber, exploding cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Steril.238, Epid.6.5.15, Dsc. 4.150, Thphr.HP4.5.1; drug prepared from squirting cucumber, ib.9.9.4, 9.14.1.

Spanish (DGE)

(ἐλᾰτήριος) -α, -ον
I 1que aleja, purificador c. gen. καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι A.Ch.968, cf. Sokolowski 3.56.1 (Cleonas VI a.C.).
2 medic. purgante φάρμακον Hp.Epid.5.7, Acut.2.
II neutr. subst. τὸ ἐλατήριον, bot.
1 cohombrillo, pepino amargo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., uso medic. τὸ ἐ. ... προστιθέναι Hp.Steril.238, cf. Epid.6.5.15, Arist.MM 1199a32, Thphr.HP 4.5.1, Plin.HN 20.5, Steph.in Gal.Glauc.135.
2 extracto o jugo del cohombrillo obtenido de la semilla molida del mismo, Thphr.HP 9.9.4, cf. 14.1, esp. usado como purgante, Arist.Pr.864a5, Dsc.4.150, Archig. en Gal.12.803, Gal.13.113, en horticultura τοὺς βότρυς ... ῥαίνειν τῷ ἐλατηρίῳ Phan.40.

German (Pape)

[Seite 790] ον, vertreibend; καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962; Sp.; – τὸ ἐλατήριον, Abführungsmittel, Theophr., Medic.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chasse ou repousse.
Étymologie: ἐλατήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰτήριος: изгоняющий (καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰτήριος: -ον, ὁ ἐλαύνων, ἀπομακρύνων, διώκων μετὰ γεν., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλ. Αἰσχύλ. Χο. 968. ΙΙ. ἐλατήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, κινητικόν, καθαρτικὸν φάρμακον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383˙ φάρμακον διδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας κατὰ τὸν τοκετόν, αὐτόθι 685.

Greek Monolingual

-ον
βλ. ελατήριο.

Greek Monotonic

ἐλᾰτήριος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με ορμή και μανία, με γεν., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐλᾰτήριος, ον ἐλαύνω
driving away, c. gen., Aesch.