ἐνουράνιος: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />céleste.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οὐρανός]].
|btext=ος, ον :<br />céleste.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οὐρανός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνουράνιος:''' [[небесный]] (οἰωνοί Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνουράνιος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, [[επουράνιος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐνουράνιος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, [[επουράνιος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνουράνιος:''' [[небесный]] (οἰωνοί Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐν-ουράνιος, ον<br />in [[heaven]], [[heavenly]], Anth.
|mdlsjtxt=ἐν-ουράνιος, ον<br />in [[heaven]], [[heavenly]], Anth.
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνουράνιος Medium diacritics: ἐνουράνιος Low diacritics: ενουράνιος Capitals: ΕΝΟΥΡΑΝΙΟΣ
Transliteration A: enouránios Transliteration B: enouranios Transliteration C: enouranios Beta Code: e)noura/nios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, in heaven, heavenly, AP9.223 (Bianor), Poll. 1.23; ἀνάγκη Sammelb.5620.9.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que está o reside en el cielo, αἰετός, οἰωνῶν μοῦνος ἐ. AP 9.223 (Bianor), αἰθήρ Heraclit.All.58
celestial de los dioses o en rel. c. ellos ὁ ἀφ' Ἡλίου πόλεως μέγας θεὸς ἐ., Ἀπόλλων κρατερός Hermapio 1.23, cf. Poll.1.23, ἐ. δύναμις ἀγγέλων PMag.4.3051, ὁ τὴν ἐνουράνιον τῆς <αἰ>ωνίου φύσεως κεκληρωμένος ἀνά<γ>κην del dios-león egipcio IBrooklyn 24.9 (II/III d.C.), λόγος Iren.Lugd.Fr.29.

German (Pape)

[Seite 850] im Himmel, himmlisch, οἰωνοί Bian. 10 (IX, 223).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
céleste.
Étymologie: ἐν, οὐρανός.

Russian (Dvoretsky)

ἐνουράνιος: небесный (οἰωνοί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνουράνιος: -ον, ὁ, = ὁ ἐν οὐρανῷ ὤν, Ἀνθ. Π. 9. 223, Πολυδ. Α΄, 23.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐνουράνιος, -ον) ουράνιος
αυτός που βρίσκεται στον ουρανό.

Greek Monotonic

ἐνουράνιος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, επουράνιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐν-ουράνιος, ον
in heaven, heavenly, Anth.