ἐπίχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />garni <i>ou</i> couvert d’airain <i>ou</i> de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χαλκός]].
|btext=ος, ον :<br />garni <i>ou</i> couvert d’airain <i>ou</i> de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χαλκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχαλκος:''' [[окованный]] (обитый, отделанный) медью или бронзой ([[ἀσπίς]] Her., Arph.; [[πέλτη]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχαλκος:''' -ον, καλυμμένος με χαλκό ή μπρούντζο σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπίχαλκος:''' -ον, καλυμμένος με χαλκό ή μπρούντζο σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχαλκος:''' [[окованный]] (обитый, отделанный) медью или бронзой ([[ἀσπίς]] Her., Arph.; [[πέλτη]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχαλκος Medium diacritics: ἐπίχαλκος Low diacritics: επίχαλκος Capitals: ΕΠΙΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: epíchalkos Transliteration B: epichalkos Transliteration C: epichalkos Beta Code: e)pi/xalkos

English (LSJ)

ον, covered with copper or brass, brazen, ἀσπίς Hdt.4.200, Ar.V.18; στόμα, of a flute-player, Alc.Com.20; ἐπίχαλκος (sc. ἀσπίς), ἡ, Amips. 17.

German (Pape)

[Seite 1002] mit Erz, Kupfer überzogen, ἀσπίς Her. 4, 200; Arist. Vesp. 18; vgl. Poll. 10, 144.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni ou couvert d’airain ou de cuivre.
Étymologie: ἐπί, χαλκός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχαλκος: окованный (обитый, отделанный) медью или бронзой (ἀσπίς Her., Arph.; πέλτη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχαλκος: -ον, κεκαλυμμένος διὰ χαλκοῦ, χάλκινος, ἀσπὶς Ἡρόδ. 4. 200, Ἀριστοφ. Σφ. 18· ἐπίχαλκος (ἐξυπ. ἀσπίς), ἡ, τὸ μὲν δόρυ μετὰ τῆς ἐπιχάλκου πρὸς Πλαταιαῖς ἀπέβαλεν Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίχαλκος ἀσπίς· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν»· ― ἐπίχαλκον, τό, καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ στόμα τῶν αὐλῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα».

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίχαλκος, -ον)
επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο σκεύος» β. «ἐπίχαλκος ἀσπίς»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.ἐπίχαλκος
η ασπίδα
2. φρ. «ἐπίχαλκον στόμα» — ο αυλητής.

Greek Monotonic

ἐπίχαλκος: -ον, καλυμμένος με χαλκό ή μπρούντζο σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐπί-χαλκος, ον
covered with copper or brass, Hdt., Ar.

English (Woodhouse)

overlaid with brass

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)