ἐρισμάραγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au fracas épouvantable.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, σμάραγος.
|btext=ος, ον :<br />au fracas épouvantable.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, σμάραγος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρισμάρᾰγος:''' (μᾰ) оглушительно грохочущий, гремящий ([[Ζεύς]] Hes.; [[ἀστραπή]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρισμάρᾰγος:''' -ον, αυτός που ρίχνει [[δυνατά]] αστροπελέκια, [[βροντερός]], λέγεται για τον [[Δία]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐρισμάρᾰγος:''' -ον, αυτός που ρίχνει [[δυνατά]] αστροπελέκια, [[βροντερός]], λέγεται για τον [[Δία]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρισμάρᾰγος:''' (μᾰ) оглушительно грохочущий, гремящий ([[Ζεύς]] Hes.; [[ἀστραπή]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρι-]]σμάρᾰγος, ον<br />[[loud]]-thundering, of [[Zeus]], Hes.
|mdlsjtxt=[[ἐρι-]]σμάρᾰγος, ον<br />[[loud]]-thundering, of [[Zeus]], Hes.
}}
}}

Revision as of 20:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρισμάρᾰγος Medium diacritics: ἐρισμάραγος Low diacritics: ερισμάραγος Capitals: ΕΡΙΣΜΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: erismáragos Transliteration B: erismaragos Transliteration C: erismaragos Beta Code: e)risma/ragos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, loud-thundering, epithet of Zeus, Hes.Th.815, IGRom.4.360.13 (Pergam.), etc.; θάλασσα Musae.318; ἀστραπή Luc. Tim.1.

German (Pape)

[Seite 1031] sehr tosend, donnernd, Zeus, Hes. Th. 815 u. sp. D., wie Nonn. D. 36, 304; θάλασσα Mus. 318; ἀστραπή Luc. Tim. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au fracas épouvantable.
Étymologie: ἐρι-, σμάραγος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρισμάρᾰγος: (μᾰ) оглушительно грохочущий, гремящий (Ζεύς Hes.; ἀστραπή Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρισμάρᾰγος: -ον, ἠχηρῶς βροντῶν ὡς τὸ ἐρίκτυπος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἡσ. Θ. 815, κτλ.· θάλασσα Μουσαῖος 318· ἀστραπὴ Λουκ. Τίμ. 1.

Greek Monolingual

ἐρισμάραγος, -ον (Α)
1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.)
2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.)
3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατάἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σμάραγος (< σμαραγώ «κάνω θόρυβο», πρβλ. ερισφάραγος)].

Greek Monotonic

ἐρισμάρᾰγος: -ον, αυτός που ρίχνει δυνατά αστροπελέκια, βροντερός, λέγεται για τον Δία, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐρι-σμάρᾰγος, ον
loud-thundering, of Zeus, Hes.