ἐπιχειροτονία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />vote à main levée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειροτονέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />vote à main levée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειροτονέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχειροτονία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[голосование]] (поднятием рук): τινός ἐπιχειροτονίαν ποιεῖν или [[διδόναι]] Dem. ставить на голосование что-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[избрание поднятием рук]] (τῶν ταξιαρχῶν Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχειροτονία:''' ἡ, [[ψηφοφορία]] μέσω ανάτασης χειρών, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπιχειροτονία:''' ἡ, [[ψηφοφορία]] μέσω ανάτασης χειρών, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχειροτονία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[голосование]] (поднятием рук): τινός ἐπιχειροτονίαν ποιεῖν или [[διδόναι]] Dem. ставить на голосование что-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[избрание поднятием рук]] (τῶν ταξιαρχῶν Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιχειροτονία]], ἡ, [from [[ἐπιχειροτονέω]]<br />a voting by [[show]] of hands, Dem.
|mdlsjtxt=[[ἐπιχειροτονία]], ἡ, [from [[ἐπιχειροτονέω]]<br />a voting by [[show]] of hands, Dem.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχειροτονία Medium diacritics: ἐπιχειροτονία Low diacritics: επιχειροτονία Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
Transliteration A: epicheirotonía Transliteration B: epicheirotonia Transliteration C: epicheirotonia Beta Code: e)pixeirotoni/a

English (LSJ)

ἡ, A voting by show of hands, Pl.Lg.755e; -τονίαν διδόναι, εἰ δοκεῖ..ἢ μή Arist.Ath.43.5. 2 confirmation of the powers of magistrates, D.58.27 (pl.), Arist.Ath.55.4; ἐ. αὐτῶν ἐστί..εἰ δοκοῦσιν καλῶς ἄρχειν ib.61.2. b ἐ. νόμων confirmation of the existing laws, Lex ap.D.24.20.

German (Pape)

[Seite 1003] ἡ, die Abstimmung des Volkes durch Handhochheben, νόμων Dem. 24, 20 ff., über die Gesetze; – ποιεῖν, od. διδόναι τινί, abstimmen lassen, von den πρόεδροι, 24, 50, im Gesetz. – Wahl durch solche Abstimmung, τῶν ταξιαρχῶν Plat. Legg. VI, 755 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vote à main levée.
Étymologie: ἐπιχειροτονέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχειροτονία:
1) голосование (поднятием рук): τινός ἐπιχειροτονίαν ποιεῖν или διδόναι Dem. ставить на голосование что-л.;
2) избрание поднятием рук (τῶν ταξιαρχῶν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειροτονία: ἡ, ψηφοφορία δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν, Πλάτ. Νόμ. 755E· νόμων ἐπιχειροτονίαν ποιεῖν Ψήφισμα παρὰ Δημ. 706. 7· ὡσαύτως, ἐπ. διδόναι αὐτόθι 716. 19· ἐπ. ἐστὶ ἢ γίγνεται αὐτόθι 706. 8 κἑξ., 1330. 17· (οἱ πρυτανεύοντες) καὶ περὶ τῆς ὀστρακοφορίας ἐπιχειροτονίαν διδόασιν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 63. 8 (ἔκδ. Blass)· οὕτω δίδωσιν ἐν μὲν τῇ βουλῇ τὴν ἐπιχειροτονίαν, ἐν δὲ τῷ δικαστηρίῳ τὴν ψῆφον αὐτόθι σ. 80. 8.

Greek Monolingual

ἐπιχειροτονία, ἡ (Α) επιχειροτονώ
1. ψηφοφορία με ανάταση της χειρός
2. επικύρωση της εξουσίας τών αρχόντων με ψηφοφορία
3. φρ. «ἐπιχειροτονία τῶν νόμων» — επικύρωση υπαρχόντων νόμων.

Greek Monotonic

ἐπιχειροτονία: ἡ, ψηφοφορία μέσω ανάτασης χειρών, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπιχειροτονία, ἡ, [from ἐπιχειροτονέω
a voting by show of hands, Dem.