ἐπώδυνος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui cause de la douleur, douloureux;<br /><b>2</b> causé par la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὀδύνη]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui cause de la douleur, douloureux;<br /><b>2</b> causé par la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὀδύνη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπώδῠνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[болезненный]], [[мучительный]] (τραύματα Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[вызванный страданием]] (δάκρυα Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπώδυνος]], -ον)<br />[[οδυνηρός]], [[γεμάτος]] [[οδύνη]] («ἐπώδυνα τραύματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπώδυνα</i><br />οδύνες, θλίψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπώδυνος]], -ον)<br />[[οδυνηρός]], [[γεμάτος]] [[οδύνη]] («ἐπώδυνα τραύματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπώδυνα</i><br />οδύνες, θλίψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ονA, (ὀδύνη) painful, Hp.VM22, Prog.7; τραύματα Ar.Ach.1205 (lyr.); ζωή Ph.2.579; δάκρυα Plu.2.114c: irreg. Comp. -νέστερος Hp.Art.49. Adv. -νως Id.Epid.1.26.γ', Ph.1.136.
German (Pape)
[Seite 1015] schmerzlich, schmerzhaft, Hippocr.; τραύματα Ar. Ach. 1203; ἕλκος Nic.; – δάκρυα ἐπώδυνα, durch Schmerzen verursachte Thränen, Plut. consol. ad Apoll. p. 349; – Hippocr. hat das adv. ἐπωδύνως u. den compar. ἐπωδυνέστερον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui cause de la douleur, douloureux;
2 causé par la douleur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύνη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπώδῠνος:
1) болезненный, мучительный (τραύματα Arph.);
2) вызванный страданием (δάκρυα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) πλήρης ὀδύνης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Προγν. 38· τραύματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1205· δάκρυα Πλούτ. 2. 114D· ἀνώμ. συγκρ. -νέστερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. - Ἐπίρρ. -νως, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 975.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπώδυνος, -ον)
οδυνηρός, γεμάτος οδύνη («ἐπώδυνα τραύματα», Αριστοφ.)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπώδυνα
οδύνες, θλίψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδύνη. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].