ἑλειοβάτης: Difference between revisions
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fréquente les marécages.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλειος]], [[βαίνω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fréquente les marécages.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλειος]], [[βαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑλειοβάτης:''' ходящий по болотам, т. е. обитающий в болотных низинах (Египта) (ναῶν ἐρέται Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλειοβάτης]] και ἑλειβάτης, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περπατάει [[μέσα]] στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου. | |mltxt=[[ἑλειοβάτης]] και ἑλειβάτης, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περπατάει [[μέσα]] στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἑλειο-βᾰ́της, ου, [[βαίνω]]<br />[[walking]] the [[marsh]], [[marsh]]-[[dwelling]], Aesch. | |mdlsjtxt=ἑλειο-βᾰ́της, ου, [[βαίνω]]<br />[[walking]] the [[marsh]], [[marsh]]-[[dwelling]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, walking the marsh, marsh-dwelling, A.Pers. 39 (anap.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
que recorre el pantano, que surca la marisma ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano prob. del Delta del Nilo, A.Pers.39.
German (Pape)
[Seite 794] ὁ, sumpfdurchschreitend, Sumpfbewohner, Aesch. Pers. 39.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui fréquente les marécages.
Étymologie: ἕλειος, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἑλειοβάτης: ходящий по болотам, т. е. обитающий в болотных низинах (Египта) (ναῶν ἐρέται Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλειοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ πλῆθος, «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον ἕλος οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· ἑλώδης γὰρ ἡ Αἴγυπτος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.
Greek Monolingual
ἑλειοβάτης και ἑλειβάτης, ο (Α)
1. αυτός που περπατάει μέσα στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη περιοχή
2. «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου.
Middle Liddell
ἑλειο-βᾰ́της, ου, βαίνω
walking the marsh, marsh-dwelling, Aesch.