ἔμφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> doué de la voix;<br /><b>2</b> qui a une voix sonore.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> doué de la voix;<br /><b>2</b> qui a une voix sonore.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμφωνος:''' [[обладающий зычным голосом]], [[громогласный]] ([[κῆρυξ]] Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[εὔφωνος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμφωνος:''' -ον (ἐν, [[φωνή]]), αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], [[βροντόφωνος]], ε Ξεν.
|lsmtext='''ἔμφωνος:''' -ον (ἐν, [[φωνή]]), αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], [[βροντόφωνος]], ε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμφωνος:''' [[обладающий зычным голосом]], [[громогласный]] ([[κῆρυξ]] Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[εὔφωνος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔμ-φωνος, ον <i>adj</i> [ἐν, [[φωνή]]<br />[[loud]] of [[voice]], Xen.
|mdlsjtxt=ἔμ-φωνος, ον <i>adj</i> [ἐν, [[φωνή]]<br />[[loud]] of [[voice]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφωνος Medium diacritics: ἔμφωνος Low diacritics: έμφωνος Capitals: ΕΜΦΩΝΟΣ
Transliteration A: émphōnos Transliteration B: emphōnos Transliteration C: emfonos Beta Code: e)/mfwnos

English (LSJ)

ον, vocal, Ael.NA15.27.

Spanish (DGE)

-ον
parlante, dotado de voz (ἄνθρωποι) Ael.NA 7.17, (ὄρνιθες) Ael.NA 15.27, αὐλός Callistr.1, el coloso de Memnón, Callistr.1, τὸ Ἀργῷον σκάφος Callistr.10, τὸ ἄψυχον Chrys.M.50.615, ἔντερα de las ovejas utilizadas como cuerdas de instrumentos musicales Par.Pal.20.1.

German (Pape)

[Seite 821] stimmbegabt, Xen. Hell. 2, 4, 20, vom Herold, mit der v.l. εὔφωνος; von Thieren, Ael. H. A. 15, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 doué de la voix;
2 qui a une voix sonore.
Étymologie: ἐν, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ἔμφωνος: обладающий зычным голосом, громогласный (κῆρυξ Xen. - v.l. εὔφωνος).

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφωνος: -ον, ἔχων φωνήν, φωνητικός, Αἰλ. π. Ζ. 15. 27. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰν φωνήν, Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 20.

Greek Monolingual

ἔμφωνος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις
2. αυτός που έχει δυνατή φωνή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνον
το να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή.
επίρρ...
εμφώνως
μεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή.

Greek Monotonic

ἔμφωνος: -ον (ἐν, φωνή), αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος, ε Ξεν.

Middle Liddell

ἔμ-φωνος, ον adj [ἐν, φωνή
loud of voice, Xen.