ἰωνιά: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu rempli de violettes;<br /><b>2</b> plant de violettes;<br /><b>3</b> <i>c.</i> [[χαμαίπιτυς]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu rempli de violettes;<br /><b>2</b> plant de violettes;<br /><b>3</b> <i>c.</i> [[χαμαίπιτυς]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰωνιά:''' ἡ [[ἴον]] место, поросшее фиалками, фиалковое поле Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰωνιά:''' -ᾶς, ἡ ([[ἴον]]), [[λειμώνας]] από μενεξέδες, [[λιβάδι]] γεμάτο από βιολέτες, Λατ. [[violarium]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἰωνιά:''' -ᾶς, ἡ ([[ἴον]]), [[λειμώνας]] από μενεξέδες, [[λιβάδι]] γεμάτο από βιολέτες, Λατ. [[violarium]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ᾶς, ἡ, (ἴον) A violet-bed, Ar.Pax577; ἰ. λευκή giliflower, Matthiola incana, Thphr.HP6.8.5; ἰ. μέλαινα violet, Viola odorata, ib. 6.6.2. II ground-pine, Ajuga Chamaepitys, Apollod. ap. Ath.15.681d, Dsc.3.158; ἰ. ἀγρία Sch.Nic.Al.55. III ἐς ἰωνιάν· ἐς κοπρῶνα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1278] ἡ, das Veilchenbeet, Ort, wo Veilchen (ἴον) wachsen; Ar. Pax 569; Theophr. u. Sp.; auch = χαμαίπιτυς, Ath. XV, 681 d; vgl. Schol. Nic. Al. 56. Den Accent bemerkt Arcad. p. 99.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 lieu rempli de violettes;
2 plant de violettes;
3 c. χαμαίπιτυς.
Étymologie: ἴον.
Russian (Dvoretsky)
ἰωνιά: ἡ ἴον место, поросшее фиалками, фиалковое поле Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἰωνιά: ᾶς, ἡ, (ἴον) λειμὼν ἴων, Λατ. violarium, Ἀριστοφ. Εἰρ. 577· 2) τὸ φυτόν τοθ ἴου, Θεοφρ.π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 4. ΙΙ. χαμαίπιτυς Ἀθήν. 681D.
Greek Monolingual
ἰωνιά, ἡ (Α)
1. λιβάδι με ία, μενεξεδότοπος
2. είδος φυτού
3. φρ. «ἰωνιά μέλαινα» — ίο το εύοσμο, ο μενεξές
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐς ἰωνιάν
ἐς κοπρῶνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴων, γεν. πληθ. του τ. ἴον «μενεξές» + κατάλ. -ιά (πρβλ. ροδων-ιά)].
Greek Monotonic
ἰωνιά: -ᾶς, ἡ (ἴον), λειμώνας από μενεξέδες, λιβάδι γεμάτο από βιολέτες, Λατ. violarium, σε Αριστοφ.