ἱκανότης: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />suffisance :<br /><b>1</b> quantité <i>ou</i> longueur suffisante;<br /><b>2</b> aptitude, capacité.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκανός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />suffisance :<br /><b>1</b> quantité <i>ou</i> longueur suffisante;<br /><b>2</b> aptitude, capacité.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκανός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱκᾰνότης:''' ητος (ῐ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[достаточное количество]] (παίδων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> достаточность, (при)годность, способность, сила (ἱ. [[ἡμῶν]] ἐκ τοῦ θεοῦ NT): οὐδενὸς [[δεόμενος]] κατὰ τὴν ἵκανότητα Plat. ни в чем не нуждающийся в силу (своей) достаточности. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱκᾰνότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[επάρκεια]], [[αρμοδιότητα]], [[καταλληλότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ικανότητα]], [[επαρκής]] [[αριθμός]], [[παροχή]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἱκᾰνότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[επάρκεια]], [[αρμοδιότητα]], [[καταλληλότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ικανότητα]], [[επαρκής]] [[αριθμός]], [[παροχή]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:27, 3 October 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A sufficiency, fitness, Id.Ly.215a. II a sufficiency, παίδων Id.Lg.930c.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
suffisance :
1 quantité ou longueur suffisante;
2 aptitude, capacité.
Étymologie: ἱκανός.
Russian (Dvoretsky)
ἱκᾰνότης: ητος (ῐ) ἡ
1) достаточное количество (παίδων Plat.);
2) достаточность, (при)годность, способность, сила (ἱ. ἡμῶν ἐκ τοῦ θεοῦ NT): οὐδενὸς δεόμενος κατὰ τὴν ἵκανότητα Plat. ни в чем не нуждающийся в силу (своей) достаточности.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκανότης: -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἱκανός, ἁρμόδιος, πρόσφορος, Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. ἐπάρκεια, ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ ἱκανότης ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C.
English (Strong)
from ἱκανός; ability: sufficiency.
English (Thayer)
ἱκανητος, ἡ, sufficiency, ability or competency to do a thing: Plato, Lysias (p. 215. a.) quoted in Pollux; (others).)
Greek Monotonic
ἱκᾰνότης: -ητος, ἡ,
I. επάρκεια, αρμοδιότητα, καταλληλότητα, σε Πλάτ.
II. ικανότητα, επαρκής αριθμός, παροχή, στον ίδ.
Middle Liddell
ἱκᾰνότης, ητος, [from ἱ˘κᾰνός]
I. sufficiency, fitness, Plat.
II. a sufficiency, sufficient supply, Plat.
Chinese
原文音譯:ƒkanÒthj 希卡挪帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:達到 向上
字義溯源:才幹,適任,資格,能承擔的;源自(ἱκανός)=能勝任的);而 (ἱκανός)出自(Ἰκόνιον)X*=達到)。參讀 (ἱκανός)同源字
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 所能承擔的(1) 林後3:5