ὀξυμέριμνος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui demande un esprit aiguisé, subtil.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[μέριμνα]].
|btext=ος, ον :<br />qui demande un esprit aiguisé, subtil.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[μέριμνα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξῠμέριμνος:''' [[тонко придуманный]], [[тонкий]], [[утонченный]] (παλαίσματα Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξῠμέριμνος:''' -ον ([[μέριμνα]]), αυτός που έχει μελετηθεί με [[μεγάλη]] [[λεπτομέρεια]], ενδελεχώς, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀξῠμέριμνος:''' -ον ([[μέριμνα]]), αυτός που έχει μελετηθεί με [[μεγάλη]] [[λεπτομέρεια]], ενδελεχώς, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξῠμέριμνος:''' [[тонко придуманный]], [[тонкий]], [[утонченный]] (παλαίσματα Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀξῠ-μέριμνος, ον, [[μέριμνα]]<br />[[keenly]] [[studied]], Ar.
|mdlsjtxt=ὀξῠ-μέριμνος, ον, [[μέριμνα]]<br />[[keenly]] [[studied]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠμέριμνος Medium diacritics: ὀξυμέριμνος Low diacritics: οξυμέριμνος Capitals: ΟΞΥΜΕΡΙΜΝΟΣ
Transliteration A: oxymérimnos Transliteration B: oxymerimnos Transliteration C: oksymerimnos Beta Code: o)cume/rimnos

English (LSJ)

ον, keenly laboured or studied, παλαίσματα Ar.Ra.877 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 353] scharfe Sorge erregend, od. geschärfte Sorgfalt erfordernd, od., richtiger, durch scharfe, spitze Sorgfalt sein ausgesonnen, παλαίσματα, von Aeschylus u. Euripides Wortstreit, Ar. Ran. 877.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demande un esprit aiguisé, subtil.
Étymologie: ὀξύς, μέριμνα.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠμέριμνος: тонко придуманный, тонкий, утонченный (παλαίσματα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠμέριμνος: -ον, ὁ ὀξέως μελετηθείς, ὁ πολλῆς τυχὼν μερίμνης, παλαίσματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 877.

Greek Monolingual

ὀξυμέριμνος, -ον (Α)
αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μέριμνα (πρβλ. πολυ-μέριμνος)].

Greek Monotonic

ὀξῠμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που έχει μελετηθεί με μεγάλη λεπτομέρεια, ενδελεχώς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀξῠ-μέριμνος, ον, μέριμνα
keenly studied, Ar.