ὀπισθοδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux doigts recourbés en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθε]], [[δάκτυλος]]. | |btext=ος, ον :<br />][[aux doigts recourbés en arrière]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθε]], [[δάκτυλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, with fingers bent backwards, Str.2.1.9.
German (Pape)
[Seite 358] mit zurückgebogenen Fingern, Strab. 2, 1, 9, als fabelhaftes Volk.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]aux doigts recourbés en arrière.
Étymologie: ὄπισθε, δάκτυλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους κεκαμμένους πρὸς τὰ ὀπίσω, Στράβ. 70.
Greek Monolingual
ὀπισθοδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει τα δάχτυλα λυγισμένα και στραμμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + δάκτυλος.
Greek Monotonic
ὀπισθοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει τα δάχτυλα των χεριών του λυγισμένα προς τα πίσω, σε Στράβ.