ὁμόζυγος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />attelé ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ζυγός]].
|btext=ος, ον :<br />attelé ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ζυγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόζῠγος:''' Plut. = [[ὁμόζυξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόζυγος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον [[άλλο]], αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]] με άλλον («[[ὁμόζυγος]] [[ἵππος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομόζυγος]]<br />[[ομοζυγώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην [[ίδια]] [[σειρά]]<br /><b>2.</b> [[αντίστοιχος]] («τὸ ὁμόζυγον [[κῶλον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁμόζυγα</i><br />από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «όμόζυγον στοιχεῖον» — [[στοιχείο]] που έχει τον ίδιο ήχο<br />β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>ζυγος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homozygous</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόζυγος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον [[άλλο]], αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]] με άλλον («[[ὁμόζυγος]] [[ἵππος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομόζυγος]]<br />[[ομοζυγώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην [[ίδια]] [[σειρά]]<br /><b>2.</b> [[αντίστοιχος]] («τὸ ὁμόζυγον [[κῶλον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁμόζυγα</i><br />από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «όμόζυγον στοιχεῖον» — [[στοιχείο]] που έχει τον ίδιο ήχο<br />β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>ζυγος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homozygous</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόζῠγος:''' Plut. = [[ὁμόζυξ]].
}}
}}