ὑπανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶνevery man in love is compliant

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se lever par déférence <i>ou</i> pour faire place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπανίσταμαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se lever par déférence <i>ou</i> pour faire place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπανίσταμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπανάστᾰσις:''' εως ἡ [[вставание]] Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπανάστᾰσις:''' ἡ, το να σηκώνεται [[κάποιος]] από τη [[θέση]] του, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπανάστᾰσις:''' ἡ, το να σηκώνεται [[κάποιος]] από τη [[θέση]] του, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπανάστᾰσις:''' εως ἡ [[вставание]] Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπανάστᾰσις, εως,<br />a [[rising]] up from one's [[seat]], Plat.
|mdlsjtxt=ὑπανάστᾰσις, εως,<br />a [[rising]] up from one's [[seat]], Plat.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανάστᾰσις Medium diacritics: ὑπανάστασις Low diacritics: υπανάστασις Capitals: ΥΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: hypanástasis Transliteration B: hypanastasis Transliteration C: ypanastasis Beta Code: u(pana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ, rising up from one's seat, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Arist.EN1165a28, cf. Phld.Hom.p.36O.: pl., Pl. R.425b, Porph.Abst.2.61: cf. ὑπανίσταμαι 2.

German (Pape)

[Seite 1182] ἡ, das Aufstehen von seinem Sitze, um einem Andern Platz zu machen; im plur., Plat. Rep. IV, 425 b; Ggstz κατάκλισις, Arist. eth. Nic. 9, 2, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se lever par déférence ou pour faire place à qqn.
Étymologie: ὑπανίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπανάστᾰσις: εως ἡ вставание Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰνάστασις: -εως, ἡ, τὸ ὑπανίστασθαι πρὸς τιμήν τινος, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2. 9· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 425Β· ‒ πρβλ. ὑπανίσταμαι 2.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α ὑπανίστημι
το να σηκώνεται κανείς από τη θέση του για να καθήσει ένας άλλος («ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ὑπανάστᾰσις: ἡ, το να σηκώνεται κάποιος από τη θέση του, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὑπανάστᾰσις, εως,
a rising up from one's seat, Plat.