ὑψιμέλαθρος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à la voûte élevée;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dominant, souverain.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[μέλαθρον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à la voûte élevée;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dominant, souverain.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[μέλαθρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψιμέλαθρος:''' [[высоко построенный]] ([[αὔλιον]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψῐμέλαθρος:''' -ον ([[μέλαθρον]]), χτισμένος, οικοδομημένος [[ψηλά]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ὑψῐμέλαθρος:''' -ον ([[μέλαθρον]]), χτισμένος, οικοδομημένος [[ψηλά]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψιμέλαθρος:''' [[высоко построенный]] ([[αὔλιον]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψῐ-μέλαθρος, ον, [[μέλαθρον]]<br />[[high]]-built, Hhymn.
|mdlsjtxt=ὑψῐ-μέλαθρος, ον, [[μέλαθρον]]<br />[[high]]-built, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐμέλαθρος Medium diacritics: ὑψιμέλαθρος Low diacritics: υψιμέλαθρος Capitals: ΥΨΙΜΕΛΑΘΡΟΣ
Transliteration A: hypsimélathros Transliteration B: hypsimelathros Transliteration C: ypsimelathros Beta Code: u(yime/laqros

English (LSJ)

ον, high-built, h. Merc.103, 134,399; Διὸς ὑ. κράτος Orph.H.5.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la voûte élevée;
2 fig. dominant, souverain.
Étymologie: ὕψι, μέλαθρον.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιμέλαθρος: высоко построенный (αὔλιον HH).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐμέλαθρος: -ον, ὁ ὑψηλὰ ᾠκοδομημένος, ὑψηλός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 103. 134, 399· Διὸς ὑψιμ. κράτος Ὀρφ. Ὕμν. 4. (5). 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο ψηλά κτισμένος·2. (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + μέλαθρον «μέγαρο» (πρβλ. πολυ-μέλαθρος)].

Greek Monotonic

ὑψῐμέλαθρος: -ον (μέλαθρον), χτισμένος, οικοδομημένος ψηλά, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ὑψῐ-μέλαθρος, ον, μέλαθρον
high-built, Hhymn.