κατωκάρα: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />la tête en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]], [[κάρα]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[la tête en bas]].<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]], [[κάρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:40, 9 January 2023
English (LSJ)
[ᾰρ], Adv. head downwards, Pi.Fr.161, Ar.Ach.945 (lyr.), Ph.1.207, Agath.2.2; heels over head, Ar.Pax 153.
German (Pape)
[Seite 1406] kopfunten, kopfüber; Pind. frg. 134; εἴπερ ἐκ ποδῶν κατωκάρα κρέμαιτό γε Ar. Ach. 909; ῥίπτειν τινά Pax 155; Sp.; auch getrennt geschrieben.
French (Bailly abrégé)
adv.
la tête en bas.
Étymologie: κάτω, κάρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατω-κάρα, adv., met het hoofd omlaag.
Russian (Dvoretsky)
κατωκάρᾱ: (ᾰρ) adv. головой вниз (ῥίπτειν τινά Arph.).
English (Slater)
κατωκάρα head down οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται (-καρᾳ Herodian.) fr. 161.
Greek Monolingual
κατωκάρα (Α)
επίρρ. με το κεφάλι προς τα κάτω («κατωκάρα κρέμαιτο», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + κάρα «κεφαλή»].
Greek Monotonic
κᾰτωκάρα: [κᾰ], επίρρ., με το κεφάλι προς τα κάτω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰτωκάρα: Ἐπίρρ., μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, «κατακέφαλα», ἀντὶ ἐπίκαρ, Πινδ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστοφ. Ἀχ. 945· «ἀνάποδα», κ. ῥίψας με ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 153· ἀλλ’ ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει κάτω κάρα, ἴδε ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
head downwards, Ar.