κτηνηδόν: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />comme les bestiaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτῆνος]], -δον. | |btext=<i>adv.</i><br />[[comme les bestiaux]].<br />'''Étymologie:''' [[κτῆνος]], -δον. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:50, 9 January 2023
English (LSJ)
Adv., (κτῆνος) like beasts, Hdt.4.180.
German (Pape)
[Seite 1519] nach Art des Viehes, μισγόμενοι, Her. 4, 180.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme les bestiaux.
Étymologie: κτῆνος, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτηνηδόν [κτῆνος] adv., als beesten.
Russian (Dvoretsky)
κτηνηδόν: adv. подобно скоту, по-скотски (μισγόμενοι Her.).
Greek Monolingual
κτηνηδόν (Α)
επίρρ. σαν κτήνος, σαν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, λεοντηδόν)].
Greek Monotonic
κτηνηδόν: επίρρ. (κτῆνος), όπως τα θηρία, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κτηνηδόν: Ἐπίρρ. (κτῆνος) δίκην κτήνους, ὡς κτῆνος, κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180.
Middle Liddell
κτῆνος
like beasts, Hdt.