πλουτίνδην: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en choisissant parmi les plus riches.<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]], -ινδην.
|btext=<i>adv.</i><br />[[en choisissant parmi les plus riches]].<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]], -ινδην.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:00, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτίνδην Medium diacritics: πλουτίνδην Low diacritics: πλουτίνδην Capitals: ΠΛΟΥΤΙΝΔΗΝ
Transliteration A: ploutíndēn Transliteration B: ploutindēn Transliteration C: ploutindin Beta Code: plouti/ndhn

English (LSJ)

Adv. according to wealth, π. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol.1273a24, cf. Ath.3.1, Plb.6.20.9, Plu.2.154c.

German (Pape)

[Seite 638] adv., nach dem Reichthum od. Vermögen; Arist. pol. 2, 9; γεγενημένης τῆς ἐκλογῆς, Pol. 6, 20, 9; οὔτε ἀριστίνδην οὔτε πλ., Plut. Lys. 13.

French (Bailly abrégé)

adv.
en choisissant parmi les plus riches.
Étymologie: πλοῦτος, -ινδην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλουτίνδην [πλοῦτος] adv., op basis van rijkdom.

Russian (Dvoretsky)

πλουτίνδην: на основании богатства, т. е. по имущественному цензу Arst., Polyb.: π. ἀποδεικνύναι τοὺς ἄρχοντας Plut. назначать архонтов в соответствии с их имущественным положением.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τον πλούτο, την περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδην (πρβλ. αριστ-ίνδην κρατιστ-ίνδην)].

Greek Monotonic

πλουτίνδην: (πλοῦτος), επίρρ., σύμφωνα με τον πλούτο, πλουτίνδην αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτίνδην: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν πλοῦτον, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 2, 11, 4, 5, ἔκδ. Blass, Πολιτικ. 2. 11, 8, πρβλ. Πολύβ. 6. 20, 9, Πλούτ. 2. 154C. ἴδε ἀριστίνδην. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ 300.

Middle Liddell

πλοῦτος
adv. according to wealth, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.