τρωκτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρωκτός --όν [τρώγω] rauw eetbaar; subst. τὰ τρωκτά knabbelgoed.
|elnltext=τρωκτός -ή -όν [τρώγω] rauw eetbaar; subst. τὰ τρωκτά knabbelgoed.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρωκτός]], ή, όν verb. adj. of [[τρώγω]]<br /><b class="num">I.</b> to be eaten raw: [[eatable]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[τρωκτά]], τά, = [[τρωγάλια]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[τρωκτός]], ή, όν verb. adj. of [[τρώγω]]<br /><b class="num">I.</b> to be eaten raw: [[eatable]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[τρωκτά]], τά, = [[τρωγάλια]], Hdt.
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. von [[τρώγω]], <i>[[benagt]], [[zernagt]]</i>, bes. <i>roh [[gegessen]], roh zu [[essen]], zu [[knuppern]]</i>, Her. 2.92; dah. τὰ [[τρωκτά]], <i>der [[Nachtisch]]</i>, bes. [[Früchte]], [[Nüsse]], Knackmandeln, τρωκτὰ ὡραῖα, Xen. <i>An</i>. 5.3.12.
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωκτός Medium diacritics: τρωκτός Low diacritics: τρωκτός Capitals: ΤΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: trōktós Transliteration B: trōktos Transliteration C: troktos Beta Code: trwkto/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be gnawed or eaten raw; eatable, Hdt.2.92; κῆποι τ. kitchen gardens, Philostr.VA3.56; τ. λάχανα Artem.1.67. II τρωκτά, τά, = τρωγάλια, fruits eaten at dessert, ὅσα ἐστὶ τ. X.An.5.3.12; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος sweatmeats of sesame and honey, Hdt.3.48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l'on peut croquer ou manger ; τὰ τρωκτά friandises de dessert ; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος HDT des gâteaux de sésame et de miel.
Étymologie: adj. verb. de τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρωκτός -ή -όν [τρώγω] rauw eetbaar; subst. τὰ τρωκτά knabbelgoed.

Russian (Dvoretsky)

τρωκτός: [adj. verb. к τρώγω съедобный Her.

Greek (Liddell-Scott)

τρωκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τρώγω, ὁ τρωγόμενος, ἐδώδιμος, ἰδίως ὁ καρπὸς ὁ τρωγόμενος ὠμός, ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίγνεται συχνὰ Ἡρόδ. 2. 92· τρ. κῆπος, ὁ περιέχων καρποφόρα δένδρα ἢ ἄλλα φυτά, Φιλόστρατ. 138. ΙΙ. τρωκτά, τά, = τρωγάλια, καρποὶ τρωγόμενοι ὡς ἐπιδορπίσματα, ὅσα ἐστὶ τρ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 12· τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος, γλυκύσματα ἐκ.., Ἡρόδ. 3. 48.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τρώγω
1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός
2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά
τα τρωγάλια.

Greek Monotonic

τρωκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τρώγω,
I. αυτός που τρώγεται ωμός· φαγώσιμος, σε Ηρόδ.
II. τρωκτά, τά = τρωγάλια, στον ίδ.

Middle Liddell

τρωκτός, ή, όν verb. adj. of τρώγω
I. to be eaten raw: eatable, Hdt.
II. τρωκτά, τά, = τρωγάλια, Hdt.

German (Pape)

adj. verb. von τρώγω, benagt, zernagt, bes. roh gegessen, roh zu essen, zu knuppern, Her. 2.92; dah. τὰ τρωκτά, der Nachtisch, bes. Früchte, Nüsse, Knackmandeln, τρωκτὰ ὡραῖα, Xen. An. 5.3.12.