βριθοσύνη: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βριθοσύνη]] -ης, ἡ [[βρῖθος]] gewicht, zwaarte. | |elnltext=[[βριθοσύνη]] -ης, ἡ [[βρῖθος]] [[gewicht]], [[zwaarte]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, weight, Il.5.839, 12.460, Nonn.D.1.298.
Spanish (DGE)
(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ
peso μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ Il.5.839, πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ Il.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.D.1.298, Hsch.
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριθοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: βρίθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριθοσύνη -ης, ἡ βρῖθος gewicht, zwaarte.
Russian (Dvoretsky)
βρῑθοσύνη: ἡ тяжесть, тяжеловесность Hom.
Greek (Liddell-Scott)
βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτης, Ἰλ. Ε. 839, Μ, 460.
Greek Monolingual
βριθοσύνη, η (Α)
βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
Greek Monotonic
βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτητα, σε Ομήρ. Ιλ.