Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σμηκτικός -ή -όν [σμήχω] reinigend.
|elnltext=σμηκτικός -ή -όν [σμήχω] [[reinigend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμηκτικός Medium diacritics: σμηκτικός Low diacritics: σμηκτικός Capitals: ΣΜΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: smēktikós Transliteration B: smēktikos Transliteration C: smiktikos Beta Code: smhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, purgative, of medicines, Diphil.Med. ap. Ath.2.55b, 64b; detersive, ὀδόντων σ. δύναμις Dsc.2.4, cf. Luc.Am.39.

German (Pape)

[Seite 910] zum Reiben, Abwischen, Reinigen gehörig. geschickt, Diosc. u. a. Sp., wie Luc. amor. 39.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμηκτικός -ή -όν [σμήχω] reinigend.

Russian (Dvoretsky)

σμηκτικός: служащий для чистки (ὀδόντων σμηκτικαὶ δυνάμεις Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

σμηκτικός: -ή, -όν, καθαρτικός, ἐπὶ φαρμάκων τινῶν, Δίφιλ. ὁ ἰατρ. παρ’ Ἀθην. 55Β, 64Ε· δύναμις σμ. τῶν ὀδόντων Διοσκ. 2. 4, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σμηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ σμήκτης
1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη
2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.)
νεοελλ.
φρ. α) «σμηκτική κατάσταση»
φυσ.-χημ. μεσόμορφη κατάσταση της ύλης, που βρίσκεται πλησιέστερα προς τη στερεά κρυσταλλική κατάσταση παρά προς την υγρά και στην οποία τα μόρια είναι διατεταγμένα σε παράλληλα και ισαπέχοντα μεταξύ τους επίπεδα
β) «σμηκτικό σώμα»
φυσ. σώμα που παρουσιάζει σμηκτική κατάσταση
γ) «σμηκτικό επίπεδο» — επίπεδο που σχετίζεται με την ύπαρξη σμηκτικής κατάστασης.