ἀϊδής: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀϊδής:''' -ές (*[[εἴδω]]), [[τυφλός]], [[αφανής]], [[καταστρεπτικός]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀϊδής:''' -ές (*[[εἴδω]]), [[τυφλός]], [[αφανής]], [[καταστρεπτικός]], σε Ησίοδ.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ές [[invisible]] de Eros σύ ... ἀϊδῆ, ἀσώματε <b class="b3">tú, invisible, incorpóreo</b> P IV 1777
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϊδής Medium diacritics: ἀϊδής Low diacritics: αϊδής Capitals: ΑΪΔΗΣ
Transliteration A: aïdḗs Transliteration B: aidēs Transliteration C: aidis Beta Code: a)i+dh/s

English (LSJ)

ές, (ἀ- priv., Ϝιδεῖν) A unseen, Hes.Sc.477, Pl.Phd.79a, al.; secret, γλῶσσα B.12.209. II Act., blind, IG4.951.125 (Epid.), dub. in Thgn.1310.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): ἀβίδης Cyr.
I invisible, borrado, desaparecido σῆμ' ἀϊδὲς ποίησεν Hes.Sc.477, δυσμενέων δὲ μα[ταία γλῶσσ'] ἀϊδὴς μινύθει la lengua de los malintencionados es vana y desaparece en la oscuridad B.13.209, ἀιδῆ ... καὶ οὐχ ὁρατά Pl.Phd.79a, de los nueve círculos del cielo ἕπτ' ἀϊδεῖς μὲν ἔασιν ἰδ' ἐν φρεσὶ μοῦνον ὁρητοί siete son invisibles, y sólo visibles en la mente Man.2.33.
II 1ciego παῖς IG 42.121.125 (Epidauro IV a.C.).
2 ignorante παῖς Thgn.1310.
• Etimología: ἀ- priv. y raíz de ἰδεῖν.

German (Pape)

[Seite 51] ές, unsichtbar, ποιεῖν Hes. Sc. 477.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 invisible;
2 qui ne voit pas.
Étymologie: , ἰδεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀϊδής -ές en ἀειδής [ἀ-, ἰδεῖν onzichtbaar, ongezien.

Russian (Dvoretsky)

ἀϊδής: (ῐ) невидимый Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊδής: -ές, (α στερ. Fιδεῖν), ὁ μὴ ὁρῶν, τυφλός, παῖς ἀϊδής· οὗ[τος] ὕπαρ ὑπὸ κυνὸς τῶν κατὰ τὸ ἱερὸν θ[εραπ]ευόμενος τοὺς ὀπτίλους ὑ[γιή]ς ἀπῆλθε, [IV], Ἐπιγρ. Ἐπιδ. 3339125. Ἡ λέξις ἀπαντᾷ παρὰ Βακχυλ., δυσμενέων δ’ ἀϊδής, Ἀποσπ. 70. Ἐν Ἡσ. Ἀσπίδι Ἡρακλ. 477, εὕρηται μ. παθ. ἐνν. τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ’ ἀϊδὲς ποίησεν Ἄναυρος, δηλ. ἀφανές, ἀμαυρόν.

Greek Monotonic

ἀϊδής: -ές (*εἴδω), τυφλός, αφανής, καταστρεπτικός, σε Ησίοδ.

Léxico de magia

-ές invisible de Eros σύ ... ἀϊδῆ, ἀσώματε tú, invisible, incorpóreo P IV 1777